Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

ΕΙΚΟΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40΄








Δυό νότες πένθιμες βοούν το κράνος λαβωμένο
πατρίδας δόξα ξάπλωσε ο ήρωας νεκρός
στεφάνι τα ξερόχορτα το χέρι του κομμένο
το όνομα  ΜΑ ΠΟΙΟΣ

ανατολή και δύση έσμιξαν τα κέντησε μια σφαίρα
ένας καημός ξεκίνησε διαίσθηση τρανή
το πένθος μόλις άρχισε κρεβάτι κάποια ξέρα
ερώτηση γιατί !

χούφτα χεριού ακίνητη στο χώμα ματωμένη
πατρίδας σάρκα – λευτεριάς καθήκον θε να πει
παράσημο να κρέμεται ανδρείας εις στη χλαίνη
ο ήρωας δεν ζει ..

εικόνα συ που δεν μιλάς που κρύβεις χίλιες λέξεις
μη με ρωτάς γιατί φορώ το χρώμα που πενθεί
να το ασπρίσεις δεν μπορείς μα ούτε να το φέξεις
έστω και μια στιγμή

στήσε μονάχα μάρμαρο λευκό από Πεντέλη
γράψε με χρώμα πένθιμο επίθετο - μικρό
ο ήρωας σκοτώθηκε πριν μπει στο Τεπελένι
τάφος δίχως σταυρό

κορνίζα συ τετράγωνη σε τοίχο κρεμασμένη
μαύρο τσεμπέρι πένθιμο ολόασπρο μαλλί
μέσα σε νου θα κατοικείς αιώνια θαμμένη
μονάκριβο παιδί


ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΙ ΓΩ ΕΝΑΣ ΑΛΗΤΗΣ




Και στο μεθύσι της ζωής αλήτης του ονείρου
κερνώ στη κάθε μου στιγμή γλυκόπιοτο ποτό
γιορτή ετούτη με βιολιά σε χρόνο του απείρου
στα σύννεφα πετώ

έρμος εγώ εδώ και κει στη στράτα σαν δραγάτης
σκέψεις στο νου αλλόκοτες ταράζουν τις στιγμές
του δρόμου τούτου ερημιά και γω ένας διαβάτης
τρένο χωρίς γραμμές

πίνω κρασί για να μεθώ πίνω και τραγουδάω
κάνω τον κόσμο να γελά σέρνω και το χορό
κι απ’ τη ζωή μου τη πεζή πολλά μα δεν ζητάω
μα ούτε κι απορώ

αλήτης είμαι το κρατώ αλήτικα γλεντάω
σκέψεις πολλές ατίθασες τρελαίνω τη ζωή
κοιμάμαι γω ανάσκελα τον ουρανό κοιτάω
δεν μπαίνω σε κλουβί

ελεύθερος γεννήθηκα ελεύθερος πεθαίνω
ξυπόλητος περπάτησα στη σάρκα της ξηράς
την εμπειρία της ζωής  κάθε στιγμή μαθαίνω
δεν είμαι φουκαράς

ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ



ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΦΕΥΓΕΙ ΣΤΙΣ ΕΠΤΑ




Άσπρος καπνός μια σφυριξιά
μια σκέψη σαν τις άλλες
το τραίνο φεύγει στις επτά
και γω αλλού κοιτώ
έρωτας τούτος ο τρελός
το δάκρυ μία στάλα
στην άκρη καρτερώ

μουτζούρα μαύρη ο σταθμός
βαλίτσα που βαραίνει
ασήκωτη να καρτερεί
το τραίνο στις επτά
να ταξιδέψει στ’ άγνωστο
αν την ρωτάς δεν θέλει
το ένστικτο θα πει

άσπρος καπνός σαν όνειρο
κι ο νους μου να ζαλίζει
μία νιφάδα καταγής
σημάδι θε να πει
μια πάχνη από ζάχαρη
τη σκέψη μου παγώνει
στ’ αυτιά  ώρα καλή

αέρα χάιδεψε κορμί
και νύχτα μη ξαφνιάζεις
τις αναμνήσεις που κρατώ
τις κάνω φυλαχτό
φεύγω με τραίνο στις επτά
στο άγνωστο πηγαίνω
μορφή της θα κρατώ

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ




Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Δια χειρός Μϊμη Χ. Γεωργόπουλου



ΦΛΟΓΑ ΜΙΚΡΗ



Σκοτάδι λύχνος παρακεί
στο χέρι κίτρινο χαρτί
διαβάζω

μια σιωπή μπάσα φωνή
ο νους μου ξάπλα καταγής
διστάζει

λέξεις μετρώ τι να σκεφτώ
πρέπει στ’ αλήθεια κρατηθώ
κανόνας

γράμμα παλιό απ’ το στρατό
λυχνάρι φέξε μη πνιγώ
στις αναμνήσεις

παιδί μικρό πάντα εγώ
το χρόνο τούτο δεν μετρώ
αρνούμαι να γεράσω

μα το λυχνάρι που κοιτά
τρέμει η φλόγα που φεγγά
κάτι συμβαίνει

μου κλείνει λίγο τη ματιά
έχει διαίσθηση πλατιά
και σβήνει

ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






ΕΤΣΙ ΞΑΦΝΙΚΑ



Αγάπες έρωτες παιδιά
αταίριαστες  αγάπες
στίχοι και λόγια της καρδιάς
στο βάθος αυταπάτες
μπροστά μου στέκει
καλλονή

ένα της βλέμμα σκυθρωπό
πρόσωπο τούτο ντροπαλό
χαμόγελο που κρύβει

στο χέρι άνθος μου κρατεί
έρωτας τούτος παρά κει
ζωή με κοροϊδεύεις

έρμη καρδιά  αγκομαχάς
πάλι καλά το πως κρατάς
κλείσε τα μάτια μη κοιτάς
αν θέλεις συ ν’ αντέχεις

όμορφο φόρεμα φορεί
γέρος εγώ πάλι παιδί
γιατί αυτή δεν βλέπει

σκέρτσα που κάνει η ζωή
φόρεμα τούτο που φορεί
το ήθος επιτρέπει

και γω ζωγράφος της στιγμής
γυμνή αυτή δίχως ντροπή
στη στράτα τι γυρεύω

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ





 

ΕΡΗΜΙΑ



Άσπροι και μαύροι αδερφοί
κόσμος χαρά  μία κραυγή
τι ερημιά

χέρια ψηλά άσπρα πανιά
σύννεφα μαύρα – μαύρα πουλιά
ασάλευτος κοιτάω

μία κραυγή δίχως αυγή
λίγο το φως μια χαραυγή
ψάχνω να σε’ βρω

και συ αλλού ώρα καλή
ένα ταξίδι πριν την αυγή
χαμόγελο το βλέπω

λεύθερος τώρα γύφτος εσύ
άσπρος εγώ σάρκα λευκή
στα όρθια να στέκω

μια μοναξιά στην ερημιά
κουβέντα σου ζητάω

και συ γελάς από ψηλά
γλυκιά να έχεις τη ματιά
σ’ αποζητάω

κερνώ μεζέ σε ερημιά
δύο ποτήρια μία γουλιά
καρέκλα σου να λείπει

και γω μετρώ την ερημιά
βήματα δυό στη σιγαλιά
αέρας πέρασμά σου

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου









ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ




Γεννάς τον έρωτα κρυφά τις σκέψεις σου τις κρύβεις
στάσου δυό λόγια να σου πω προδίδεις και το νου
κορμί μικρή ανάλαφρη όχι γιατί με βρίζεις
και γω παιδί Θεού

μαντεύω την αγάπη σου στο βάθος των ματιών σου
κλέβεις αλήθεια τη χαρά δικαίωμα ζωής
ανήμπορος πώς να στο πω στ’ αφήνω φυλαχτό σου
μια χάντρα καλλονής

κλάψε κρυφά στη μοναξιά γράψε δίχως το χρώμα
φτιάξε μισή καρδιά στ’ αλήθεια να πονάς
δίχως  δροσιά ο κήπος σου έχει ξερό το χώμα
γιατί δεν μου μιλάς

μια φύτρα που εφύτρωσε δεν λέει μεγαλώσει
ο έρωτας εδίστασε  φοβήθηκε νεκρός
λαχτάρισε προτίμησε στο πόνο να πληρώσει
παρά να’ναι γλυκός

και η καρδιά που ξενυχτά σαν κείνο το τριζόνι
ολονυχτίς σου τραγουδά νανούρισμα γλυκό
άκου και μένα αν μπορείς που κλαίω σαν τον γκιώνη
αφού σε αγαπώ.

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ







ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ



Το παλιό μου βιβλίο αγκαλιά το κρατούσα
στις ασάλευτες νύχτες δεν μετρώ τις φορές
και ένα τρέμουλο ζούσα δυό εικόνες κρατούσα
στις σελίδες θαμπές

κάθε βράδυ στη λάμπα αμυδρά το κοιτούσα
και το φως να χαρίζει την αγάπη δειλά
χτυποκάρδι σελίδα τη μορφή της την είδα
αγωνίας καρδιά

το παλιό μου βιβλίο μια μορφή που κοιτάει
ντροπαλό φαγωμένο με το χρώμα αχνό
ένα χάδι από μένα κάθε τόσο ζητάει
δύο χάδια κι αυτό

οι σελίδες κλεισμένες κουρασμένες ξαπλώνουν
φαγωμένες στην άκρη γηρατειά θε να πει
μία προίκα του νου μου με τα φύλλα φθαρμένα
το κρατώ μη χαθεί

το παλιό μου βιβλίο δεν τ’ αλλάζω με χρήμα
έχει σάρκα κι ανάσα έχει χτύπο καρδιά
αν το χάσω θα φύγω συντροφιά μου στο μνήμα
κάνω τάμα παιδιά

ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ














Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙΣ ………….



Βυθίσου σκέψη στα παλιά και κλείσε και τα μάτια
πνίξου σε γράμματα παλιά εικόνες ναι του χθες
προσπάθησε μέσα στο νου να βρεις κάποια κομμάτια
κουβέντα να μη λες

το αύριο είναι νωρίς το χθες ήταν αιώνας
διαδρομή αόρατη και γω τι να μετρώ
το σήμερα που μίλησε  πόσες φωνές στρατώνας
 τα σύννεφα κοιτώ

καρδιά αντέχεις δεν λυγάς φοβάσαι μη σου σπάσει
ο κλώνος κείνος που κρατά την αντοχή του νου
όμως το αίμα που κυλά  σου μοιάζει σαν κεράσι
στεφάνι του Μαγιού

δεν είναι που φεύγεις στη ζωή και χάνεσαι στ’ αστέρια
δεν είναι  το παράπονο το γέρικο κλωνί
είναι αυτά που άφησες γυμνά τα δυό μου χέρια
με σάρκα που πονεί

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






Δημιουργίες του κ Μίμη Χ. Γεωργόπουλου









ΑΡΜΥΡΑ ΝΥΦΙΚΟΥ




Γυμνή στην άμμο πάτησες το κάλλος τα προικιά σου
δυό βήματα σταμάτησες γαλάζια τα νερά
ένα κοχύλι φάνηκε και κούρνιασε κοντά σου
και συ μία Κυρά

το νυφικό σου κρέμασες σε φοινικιάς κλωνάρι
να το στεγνώσει ο νοτιάς καράβι να το δει
στα σκοτεινά του δειλινού του βράχου το φανάρι
του πειρατή σπαθί

σοκολατένιο το κορμί χουρμά έχει τη γλύκα
ένας σκορπιός που κρύφτηκε στην άμμο απειλή
αντίδοτο του πειρατή εγώ για σένα βρήκα
να φεύγαμε μαζί

και το πανί του καϊκιού σινιάλο νυφικό σου
ο έρωτας θαλασσινός βαρκάδα ‘μεις οι δυό
τα σύννεφα ζηλέψανε δυό στάλες πρόσωπό σου
έτσι για το καλό

και συ αρμύρα νυφικού που μοιάζεις σοροκάδα
αντάρεψες τη θάλασσα και μοιάζει σαν τρελή
πυξίδα σου μπερδεύτηκε και χάρισε λιακάδα
ταξίδι κι όπου βγει.

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






ΧΕΡΙΑ ΓΕΡΙΚΑ




Χέρια μικρά και γέρικα
μαλλιά άσπρα σαν χιόνι
να τα φιλήσεις κόπιασε
σιγά γιατί πονούν
ο σεβασμός περίσσευμα
ανάσα που φουσκώνει
στο τέλος η ζωή

νιάτα εσείς που φύγατε
που πάτε τη σκυτάλη
όλο μπροστά μου βλέπετε
η δύναμη θα πει
κακούργα συ αλύπητα
κονταίνεις το σημάδι
αυτό όπου θα’ ρθει

μα τα χεράκια χαιρετούν
με δυσκολία λένε
γεια σας αγάπες φύγατε
για άλλους ουρανούς
ζευγάρι που ορφάνεψε
μια φλόγα που δεν φεύγει
Πυθία με χρησμούς

δεν θέλω άλλονε χρησμό
έχω δική μου γνώση
κρατώ ψυχής μου αρετή
χαϊδεύω  γηρατειά
κοιτώ το βάθος στωικά
σαν κάποιον περιμένω
ακούω δεν μιλώ

ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ





















Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου









Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Δημιουργίες του Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ !




Μια μουσική που σώπασε ένα μαντάτο κλαίει
μια είδηση ακούστηκε φτερούγισμα  πουλιού
και ο χρησμός ξεκάθαρος με νόημα να λέει
ταξίδι ουρανού

σκέψη σαλεύει μες στο νου ακούγεται ο χτύπος
καμπάνας κείνης που θα πει ταξίδι μακρινό
απότομα σαν άνθισε με κρίνα κάποιος κήπος
ημέρας πρωινό

είναι δικός μου άνθρωπος είναι δική μου σάρκα
ένα κομμάτι π’ αγαπώ συμπλήρωμα ζωής
είναι η στράτα που περνώ κάθε πρωί τη βάρκα
να φθάσω όπου γης

μα τώρα να όπου χτυπά καμπάνα να μηνύει
μαντάτο που δεν ήθελα ν’ ακούσω γω ποτέ
κι όμως κανόνας πάντοτε μες στη ζωή ισχύει
να θέλουμε το χθες

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου








Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




ΔΥΟ ΣΤΑΛΕΣ ΒΡΟΧΗΣ



Δυό στάλες κύλησαν δροσιάς
στο μάγουλο σαν δάκρυ
νύχτα θαμπή λίγο το φως
το όνειρο γλυκό
άβουλα βήματα τυφλά
διαβάτης υπνοβάτης
παράθυρο κοιτά

δυό γρίλιες μένουν ανοιχτές
σινιάλο που προδίδει
τον έρωτα που κρύβεται
σε κάποια γειτονιά
βροχή εσύ μια συντροφιά
η στάλα σου φοβίζει
μα ξέρει τι ζητά

κλείσε τι γρίλια μάτια μου
τον ίσκιο σου να ζήσει
και στη βροχή που στέκοται
αλήτης του καιρού
δώσε σημάδι να διαβεί
πλατύσκαλο πατήσει
με όνειρο του νου

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ