Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Μίμης Χ. Γεωργόπουλος



ΜΟΝΑΞΙΑ



Ο λογισμός ξεχάστηκε το φως αργοπεθαίνει
κι σκέψη όπου έφυγε στη στράτα περπατά
φεγγάρι που ξεπρόβαλε κρυφά το νους σου φέγγει
θολή σου η ματιά

μες στη γαλήνη πρόβαλε ανέλπιστη μια μπόρα
το πέταγμα του αετού μπαλέτο κει ψηλά
κι ο νους σου σαν ξεκίνησε επήρε και μια φόρα
να ‘ρθει πιο χαμηλά

ο χρόνος όπου πέρασε σου άσπρισε μαλλιά σου
κι η δύση όπου έσβησε  σου θόλωσε ματιά
και συ νοστάλγησες θαρρώ να βρεις στην αγκαλιά σου
δυό χάδια τρυφερά

κι αν η μορφή σου φάνηκε στο φως που καθρεφτίζει
στο στάσιμο και ήρεμο νερό που σου μιλά
τον νου σου αβασάνιστα με σκέψεις βασανίζει
πληρώνεις ακριβά

τα γράμματα που γράφτηκαν διαβάστηκαν τα βράδια
σαν συντροφιά στους ύπνους σου της φίλης μοναξιάς
οι έννοιες αχτίδες τους φανάρια στα σκοτάδια
γιατί να αγαπάς

βήμα ταχύ στη στράτα σου βήμα αργό πεθαίνει
γιορτή η σκέψη δρόσισε αγέρας που φυσά
και το κορμί της σκέψης σου το δρόμο του να παίρνει
εκεί που δεν πονά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ









Πέμπτη 17 Μαΐου 2018

ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ


Ψυχή γαλάζια ντύθηκες ο λογισμός πελάδα
σανίδες που λικνίζονται στο βάδισμα μουγκές
κι πάσσαλοι που φύτρωσαν στο βούρκο σου αράδα
ανάσες σου κρυφές

μετρώ εικόνες παρελθόν στιγμές όπου γραφτήκαν
το αεράκι έφερε το χθες να μου μιλά
και γω να στέκω στο γιαλό με πόδια που βραχήκαν
πατώντας τα ρηχά

ω! Λογισμέ απρόσκλητε του βούρκου συ αιτία
να τ’ αποφύγω δύσκολο το θέαμα σκληρό
πληρώνω την αγάπη μου τη λίμνη την Αγία
με νόμισμα χρυσό

ξάπλα σε φύκια του γιαλού ακούω βογγητό της
και νιώθω την ανάσα της στο κύμα του νερού
κάτι μου λέει στα μουγκά μπορεί το σ’ αγαπώ της
στην κάλμα του γιαλού

ο στοχασμός θαλασσινός η ώρα μες στο δείλι
ο πίνακας κοκκίνισε το χρώμα του ροδί
κι ένα γλαρόνι που πετά το νου να τον ζαλίζει
και γω ένα παιδί

κράτα κορμί μη βυθιστείς μ’ αρμύρα συ παστώσου
γίνε πουλί της θάλασσας και μη πατάς ξηρά
κοίτα να βρεις αληθινά τον άλλον εαυτό σου
και θάψου στα νερά

γαϊτα συ όπου περνάς κάνε μια στάση τώρα
για να φορτώσω τους καημούς που έχω στη ψυχή
το νιώθω στο ορκίζομαι πως  ήρθε πια η ώρα
θα κάνω μια ευχή

θέλω να ζήσω δίπλα σου παιδί ονειρεμένο
να σου διαβάζω στίχους μου και συ να μου γελάς
κι αν το κορμί μου δεν βαστά που θα’ναι γερασμένο
άστο μη το κρατάς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


























 


Κυριακή 13 Μαΐου 2018

ΣΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ




Και συ ξαπλώνεις στα ρηχά αμίλητη κυρά μου
μια μοναξιά απέραντη γλυκός κυματισμός
σαν σε κοιτώ κατάματα θυμίζεις όνειρά μου
ο ύπνος μου μουγκός

κόρη της πόλης που μιλάς κάθε φορά που τρέχω
να φθάσω ως την άκρη σου να φέρω το φιλί
χάνω τα λόγια και το νου κι ακόμα ότι έχω
για τούτη τη μορφή

τρυπά τη σάρκα σου βαθιά καμάκι το σταλίκι
γκριμάτσα είν’ στο μάγουλο σημάδι πως πονάς
μα πάλι κάνεις πως γελάς αρμύρας αντριλίκι
τα μπλε σου συ φοράς

κοπέλα συ γαλάζια μου κορδέλα στα μαλλιά σου
μια χτενισιά τα φύκια σου χαμόγελο γλυκό
το πλάτος σου απέραντο πελώρια αγκαλιά σου
νερό σου γιατρικό

μυστήριο το βάθος σου ξαπλώστρα το κορμί σου
χαμόγελο που χάνεται σε σκούρα καταχνιά
θυσίες όπου πλήρωσες με αίμα την τιμή σου
σελίδες σε γραπτά

και συ χωρίς μιλιά να στέκεσαι σαν πλάκα που σκεπάζει
πυθμένα όπου πόνεσε σε χρόνια ηρωικά  
χωρίς να θέλεις μάθε το μία ψυχή σπαράζει
σαν έρχεται κοντά

λίμνη εσύ μη μου μιλάς μονάχα χαμογέλα
στον εραστή σου τη φορά που έρχεται να δει
να στοχαστεί και τα παλιά που μοιάζουνε σαν τρέλα
σαν γίνεται παιδί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

















Μίμης Χ. Γεωργόπουλος



Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ



Όνειρο συ που ξάπλωσες μια ομορφιά γαλάζια
μια μοναξιά περίεργη ατάραχη ζωή
παιχνίδια με νερόσπιτα και κύματα σαν νάζια  
ξεκούραστη πνοή

κοχύλια ολοστρόγγυλα χιβάδες που γελάνε
ο βούρκος της το στρώμα της λικνίζεται κρατεί
γαϊτες τα πλεούμενα καλαμωτές φυλάνε
το όμορφο κορμί

σεντόνι η γαλήνη της μαΐστρος το στεγνώνει
ο ύπνος της γαλήνιος  και αυτή μια καλλονή
κι ο εραστής ο ποιητής μ’ ένα φιλί να λιώνει
ο στίχος συγκινεί

στον ουρανό το πέταγμα του γλάρου το χατίρι
ένα φτερό ξεκόλλησε και έπεσε στη γη
και τ’όνειρό της έγινε στη λίμνη τρεχαντήρι
τη μοίρα της να πει

το φέγγος γράφει όνειρο αρμύρα το παστώνει
το κάνει ολοζώντανο ταράζει και το νου
και το κορμί της που γλιστρά απότομα τεντώνει  
στην άκρη του γιαλού

ω! λίμνη συ αράχνη ιστός σου ξεκουράζει
τα θύματά σου μ’ όνειρα κι αυτά πάντα θα ζουν
του θαυμαστή σου η καρδιά στη λίμνη σου θ’ αράζει
δυό χέρια σε κρατούν

ο ύπνος σου ζωγράφισε αθάνατη μαντίλα
συμπλήρωμα της πόλης σου ηρώων φορεσιά
που σιγοκαίει στα κρυφά μες στης καρδιάς τα φύλλα
αθάνατη κυρά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


















Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου