Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018

ΜΠΟΥΓΑΔΑ ΜΑΥΡΙΣΜΕΝΗ


Μαύρος ο ήλιος φώτισε μαύρη και η μπουγάδα
τι να στεγνώσει άραγε το κλάμα το νερό
στο πρόσωπο της έμεινε βαθιά μία σχισμάδα
με βλέμμα λυπηρό

μπουγάδα συ μου μαύρισες στον ήλιο σου το μαύρο
πένθος μωρέ απλώθηκε λυγίζει το σχοινί
κι ο πάσσαλος μπατάρισε χωρίς να’χει κουράγιο
μια στάχτη τον κρατεί

κομμάτια μαύρα η ψυχή δυό ρούχα απλωμένα
μισοί οι άνθρωποι που ζουν ταυτότητες νωπές
ρούχα που ζούσαν στέκουνε στο σύρμα πια καμένα
θυμίζουνε το χθες

μικρή μπουγάδα έμεινες και συ τραυματισμένη
σε ήλιο μαύρο ξάπλωσες το χρώμα σου να πιείς
δεν μου μιλάς δεν μου γελάς με βλέπεις λυπημένη
δυό στάλες καταγής

το δύσκολο τα χέρια σου δεν θέλουν πια ν’ απλώσουν
ρούχα μισά που πλύθηκαν στη σκάφη στην αυλή
τις καύτρες που ανοίξανε το δύσκολο μπαλώσουν
στις σάρκες μια πληγή

και η μπουγάδα μίλησε σαν σπάει μανταλάκι
σωριάζεται λιπόθυμη δεν θέλει τη ζωή
ο ήλιος σαν εμαύρισε της θύμισε βραδάκι
μια κάπνα εισπνοή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ







Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ


ΓΥΡΙΖΩ ΤΟ ΧΡΟΝΟ


Γυρίζω το χρόνο ακούω δυό γέλια
εγγόνια στην άκρη δυό πράσινα δάση
ανάσα χορταίνω σε βάρκα μου μπαίνω
Ζωή

τους κόπους μου βλέπω ξαπλώνω δεν τρέχω
παλάτι το σπίτι στο δέντρο σπουργίτι
γελάω μιλάω πιο πέρα δεν πάω
Ζωή

ο νους μου γυρίζει το πεύκο μυρίζει
παράδεισος είναι κεφάλι σου κλίνε
ο ύπνος παιχνίδι καινούργιο σανίδι
Ζωή

Μα ξάφνου τουμπάρει αέρας θα φέρει
μια κάπνα που λέει γιατί μα τι φταίει
μια τόση μανία φωτάκια φορεία
Χαμός

και γω ο χαμένος σχεδόν ο καμένος
να τρέχω με μαύρα μπροστά μου μια σχάρα
ο χάρος γελάει αντάμα με πάει
Χαμός

και τέλος λυγίζω μα που να ελπίζω
ελπίδα θολή μου μικρή μου ζωή μου
μια λέξη ψευδίζω και κει γονατίζω
τον τάφο μου χτίζω

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ








Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ

Φωνή βουβή μια σιωπή μια κάπνα σιγοκαίει
σημάδι στον ορίζοντα μαύρο και το πουλί
κοράκι που εστάθηκε κι αυτό σιγά να κλαίει
Θεέ καταστροφή

Μετράνε άτομα ζωές ο αριθμός κουτσαίνει
χτύποι καρδιάς στο εκατό ιδρώτας να κυλά
κι ο νους αλήθεια μη πατά δεν θέλει τι συμβαίνει
όχι εδώ κοντά

μια σιωπή που δεν μιλά δεν λέει την αλήθεια
κρύβει το στόμα και τ’ αυτιά κι αυτή λιποθυμά
κι αυτό που βλέπει δεν μιλά  δεν λέει τη βοήθεια
αφού είναι αργά  

μορφή εσύ που κατοικείς πλερέζα στο κεφάλι
χαρακτηριστικά ανύπαρκτα ξαφνιάζουν θεατή
και γω ζητώ την ομορφιά να της χαρίσω χάδι
του κάκου προσμονή

στέκω ακίνητος κοιτώ τη θάλασσα τη ξέρα
και γω τον άγνωστο θαρρώ στη κάπνα για να δω
φωνάζω με μια δύναμη που είσαι ρε πατέρα
για να’ρθω να σε βρώ

αντίλαλος ορφάνεψε φωνή χωρίς σημάδι
κι ο χρόνος όπου πέρασε το μαύρο μαρτυρά
μια φώτο τώρα που κρατώ στο στήθος μου το χάδι
με δάκρυ η ματιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ











ΣΗΚΩΝΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ -ΠΟΙΗΣΗ

Σηκώνω τα χέρια χαϊδεύω τις φλόγες
φωνάζω βοήθεια μια κάπνα με πνίγει
δεν ξέρω που πάω τη στράτα μετράω
καπνοί

εικόνες στη σκέψη δικοί μου μια λέξη
βουβός και ο ήχος  μπροστά μου ο τοίχος
καπνοί

οι πρώτες οι φλόγες τις σάρκες χαϊδεύουν
ο χάρος παρέα οι δρόμοι μπερδεύουν
δεν ξέρω που πάω  
καπνοί

μια σκέψη μονάχα ανάσα μου να’χα
το τέλος μου φτάνει δεν θέλω στεφάνι
ζωή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟ

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




ΤΟ ΚΑΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ


Στο καμένο το δάσος
περπατάω μονάχος
και κοιτώ
στο καμένο το δάσος
περπατάω μονάχος
και πονώ

νεκρή ησυχία γεμάτα φορεία
σταυροί μαυρισμένοι
ελπίδα που μένει
κι αυτή τραγική

το χρώμα φευγάτο
το μαύρο μου άστρο
σβηστό

καντήλια που καίνε
δυο λόγια να λένε
γιατί

καρέκλες και σπίτια
καμένα σπουργίτια
ζωή

μοναξιά και μαυρίλα
δύο κάρβουνα ξύλα
το παγκάκι νεκρό μου
μια πίκρα θα πιώ

και γω με σκυμμένο
κεφάλι και πάλι
να πίνω μια πίκρα
ελπίδα μια σπίθα

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

Πατρίδα πονάς!



Γυμνά τα χέρια ανήμπορα ψυχή όπου ματώνει
ο πόνος που απλώθηκε σκοτείνιασε το φως
τα χρώματά σου μαύρισαν η σάρκα σου πληρώνει
ο ήρωας γυμνός

μαύρο χιτώνα φόρεσες οι άκρες του σχισμένες
η πάλη σου αδύναμη  το σθένος σου τρανό
επάλεψες δεν νίκησες οι σάρκες ματωμένες
και συ στον ουρανό

τις φλόγες τις κοντράρισες με φλόγα από ελπίδα
τις νίκησες δεν σ’ έκαψαν κρατήθηκες ψηλά
και το παρόν σου φώτισες με άκαυτη αχτίδα
πατρίδα που νικά

πονάς πενθείς μα και μετράς καμένα σου κλαδιά σου
κρυφά μου κλαις χωρίς μιλιά μεσίστια κοιτάς
ψάχνουν ακόμα για να βρουν χαμένα σου παιδιά σου
τα μαύρα σου φοράς

στέκεις ψηλά κομματιαστή περήφανα ποζάρεις
δεν κατεβαίνεις  να σωθείς δηλώνεις δυνατή
τον εμπρηστή αν θα τον βρεις με σπάθα θα του πάρεις
με μια την κεφαλή

τέλος θα γίνω πεύκο σας ξανά για να δροσίσω
την ομορφιά του τόπου σας εγώ οικοδομώ
και στα δικά μου τα παιδιά σκιές θε να χαρίσω
αφού τα αγαπώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ








Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου










Και εγώ τι φταίω

Αδέσποτο με βάπτισαν αδέσποτο γυρίζω
σε πρασινάδα ξάπλωνα το δόλιο μου κορμί
μα τώρα με κεράσανε μια κάπνα να μυρίζω
και βράδυ και πρωί

τ’ αφεντικό μου κάηκε δυό δάκρυα χαρίζω
αποκαΐδια μείνανε και γω τώρα πενθώ
και τη μαυρίλα τη θαμπή με λίγο φως φωτίζω
δεν έχω πια θυμό

άδειο το πιάτο κάρβουνο κι αυτό τσαλακωμένο
απομεινάρι της φωτιάς στην άκρη κατοικεί
το χέρι που το γέμιζε πιο πέρα κει καμένο
δυο δάκρυα μορφή

και συ που έβαλες φωτιά δεν μ’ αγαπάς το βλέπω
θυσία στη κακία σου εγώ θε να καώ
η άμυνα μου μάθε το αγάπη που σου έχω
χωρίς να στη ζητώ

άσε με τώρα μόνο μου τ’ αφεντικό πενθήσω
καντήλι όπου άναψα μ’ αυτό εγώ θα ζω
και συ σαν λίγος άνθρωπος χωρίς καρδιά τσακίσου
να μη σε ξαναδώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






  

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ( ο στίχος μου )





Δυό λόγια μόνο στο χαρτί από καρδιάς αγάπη
μια προσφορά είναι κι αυτή ελπίδα στη ζωή
θέλω φυτέψει τον ανθό σε χώμα μες στη στάχτη
ετούτη τη στιγμή

φυτεύω όνειρα ξανά μια προσφορά στη προίκα
σκεπάζω κάρβουνα θολά εικόνες που πονούν
χαρίζω τα υπάρχοντα ότι μπροστά μου βρήκα
δεν ξέρω αν  αρκούν

και γω μετρώ τη συμφορά και γω μετρώ τον πόνο
ματώνω πνεύμα και ψυχή σαν γράφω στο χαρτί
τους στίχους μου μα το θεό κρυφά εγώ πληρώνω
ετούτη τη στιγμή

άνθρωπε συ όπου πονάς  στο μαύρο χώμα χτίσε
πάρε τους στίχους μου αν θες και χίλιες μου ευχές
τα υλικά ίσως φθηνά μα θάρρεψε και λύσε
το άχαρο το χθες

κι αν χρειαστείς και μάστορα κι αν χρειαστείς εργάτη
θα ’ρθω μικρός εγώ πολύ λιθάρι να κρατώ
στ’ ορκίζομαι μα το Θεό δεν είναι μια απάτη
αφού σε αγαπώ

ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ










ΚΑΙ ΣΥ .. ΜΙΑ ΚΑΠΝΑ !





Χέρι φυτεύει τη δροσιά χέρι την καταστρέφει
φλόγες στα ύψη κόκκινες γλιστρούν λυσσομανούν
μόνη φωνάζει μια φωνή στη νύχτα κάπου γνέφει
ψυχές αγκομαχούν
νεκρό παιδί νεκρός παππούς ανήμποροι κι δύο
το σκηνικό που στήθηκε τρομάζει και πονεί
κόκκινα φώτα και φωνές γεμάτο το φορείο
Θεέ μια προσευχή

όνειρα κόποι μιας ζωής αγάπες και λουλούδια
αλλάζει χρώμα η ζωή σχεδόν με μια ριπή
άνεμε συ μα που φυσάς γιατί μια τέτοια φούρια
ζητάς καταστροφή

και συ πευκάκι πράσινο πληρώνεις ομορφιά σου
ψυχοπαθής ο εραστής κερνάει συμφορά
αποκαΐδια μείνανε τα ζηλευτά προικιά σου
μα τώρα είν’ αργά

κι η ζωγραφιά τελείωσε με χρώμα που προδίδει
το πένθος ολοκλήρωσε το θέμα συγκινεί
και ο ζωγράφος δάκρυσε πλερέζα που στολίζει
κοράκι το πουλί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ