Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΜΑΝΑ



Κάμε ελπίδα πως θα ‘ρθει τα ρούχα του στεγνώσει
μικρό παιδί στα βότσαλα το κύμα του βουβό
το βλέμμα του μια έκφραση τρομάρα άλλη τόση
σε ξέρα μοναχό

κοιτά σαν ψάχνει να την βρει η μάνα του πνιγμένη
μαντάτο που δεν λέγεται η λέξη τραγική
μικρή κοπέλα μοναχή στο κόκαλο βρεγμένη
μια τύχη σκυθρωπή

βλέμμα γλυκό τι τραγικό η αθωότης πόνος
μαντήλι κίτρινο σφικτό σωσίβιο μικρό
ψυχή αθώα να μιλεί αβέβαιος ο χρόνος
το δάκρυ μου κρατώ

γιατί Θεέ τι έκαμα οι κούκλες μου βρεγμένες
κομμάτια μες στο πέλαγος κορμιά χωρίς ψυχές
δυό βάρκες η ελπίδα μου και τούτες βυθισμένες
μικρές οι αντοχές

είχα πατρίδα όμορφη παρέα παραμύθια
γονείς που χάριζαν χαρά αδέρφια νοσταλγώ
τα λόγια τους που έλεγαν σε μένα την αλήθεια
δεν ξέρω που πατώ

ποιος μοίρασε χαρά ποιος μέτρησε την τύχη
και 'γω δικαίωμα τρανό μια θέση στη ζωή
μα μέτρησε θαρρώ με χαλασμένο πήχη
με αίμα η πληγή

κανόνι που σημάδεψε με κέρασε με πόνο
χωρίς να φταίω πλήρωσα που τώρα ναυαγώ
τι φταίω που γεννήθηκα σε τούτο νε τον χρόνο
δεν θέλω πια να ζω

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






























Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ





            

Ο πόνος μες στη θάλασσα βλαστάρι στα βαθιά του
ο θάνατος το κύμα του λαχτάρα να σωθεί
να πιάσει το σωσίβιο πριν χάσει τη μιλιά του
μάνα εσύ φτωχή

που πάει το πλεούμενο που πάνε οι ψυχές του
το κύμα το νανούρισμα αλλάζει προσευχές
ελπίδα που δεν φύτρωσε ο φόβος στις ματιές του
ναυάγιο προχθές

μετράνε δυό μετράνε τρεις μετράνε χίλιους τόσους
Θεέ τι κάνεις που κοιτάς κατέβα να χαρείς
αλλάζουνε πατρίδα τους, τα σπίτια τους -τους τόπους
για σκέψου τι μπορείς

νύχτα και μέρα η καρδιά χτυπά στο όριό της
ο θάνατος μια δρασκελιά η τύχη άλλη τόση
το σήμερα το ξέχασε μετρά το ριζικό της
λίγο φαΐ μια δόση

γιλέκο κίτρινο φορεί σωσίβιο αν φθάσει
για λίγο η ανάσα της το μάτι της θολό
αρμύρας οι σταγόνες της με κλάμα να χορτάσει
το τάμα στον Θεό

δώσε το χέρι πιάσε με δεν ξέρω τι μου λέτε
σε βλέπω φίλε αδερφό ζωή και γω ζητώ
αγάντα λίγο θα πνιγώ μα όμως μη μου κλαίτε
παιδί μικρό κρατώ

Χάρε, μη παίρνεις το μικρό εμένα νε να  πάρεις
δεν θέλω άλλο τη ζωή καλύτερα πνιγώ
ξεκίνησα με δυό παιδιά και πάλι μου ποζάρεις
που τώρα ναυαγώ

το ποίημα δεν τέλειωσε μα ούτε θα τελειώσει
το δράμα συνεχίζεται κι άλλοι συζητούν
ποιος είναι κείνος ο Θεός που τάχα θε να σώσει
τα βλέμματα μιλούν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ



























Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΗ ΠΟΡΦΥΡΑ



      

Γαΐτα μόνη ξάπλωσε το όνειρο αρμύρα
γυναίκα λιμνοθάλασσας  κορμί θαλασσινό
μπουνάτσα τούτη ερημιάς το χρώμα της πορφύρα
εικόνα που μεθώ

μιλώ σιγά σαν χάνομαι το κύμα της κοιμάται
ένας καθρέφτης ζωγραφιά αρμύρα θε να το πιω
διαβάτες που πηγαίνετε κοντά εσείς ελάτε
ν’ ακούστε τι θα πω

ο έρωτας μοσχόβολος  το άρωμα μαΐστρος
η πινελιά ολόισια το θαύμα να μιλά
κι ο στίχος μου ατέλειωτος απρόσκλητος ο οίστρος
η έμπνευση μεθά

χρώμα ετούτο δύσκολο η φύση ζωγραφίζει
ο πίνακας πανάκριβος βυθίζεται στο νου
η πόλη τον αγόρασε η λίμνη τον χαρίζει
μια σκέψη θαυμασμού

γαλήνη συ πρωτόγνωρη αταίριαστη μονάχη
παρέα στέκω σου μιλώ τα μάτια μου κλειστά
εικόνες φέρνω παιδικές λυγάω σαν το στάχυ
πληρώνω ακριβά

μια μοναξιά ο ίσκιος μου το φέγγος σου η δύση
σβήνω σαν βλέπω όνειρο μπροστά σου κοιμηθώ
θε να βιαστώ για να σου πω το φως σου πριν σου σβήσει
εδώ θα ξαναρθώ  

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
 





Δια χειρός Μίμη Χ.Γεωργόπουλου


Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΜΠΛΕ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ ΛΙΜΝΗ ΜΟΥ







Το χτένισμά σου λίμνη μου τα μάτια σου παγίδα
το χάδι σου ανάλαφρο μια κάλμα ομορφιά
αντίγραφο σαν έψαξα ποτέ μου πια δεν είδα
για με μια ζωγραφιά

Μεσολογγίτισσα κυρά το μπλε σου φόρεμά σου
μπλεδίζουνε τα μάτια σου ζωγράφε που κοιτάς
μοντέλο στέκει κει μπροστά μωρέ το όραμά σου
σε βλέπω ν’αγαπάς

πανιά φουσκώνεις κάτασπρα μια πινελιά π’αφρίζει
δυό γλάροι στον ορίζοντα αρμύρα καταγής
απλόχερα η φύση σου το κάλλος σου χαρίζει
τα μπλε σου σαν φορείς

τα μπλε σου μάτια λίμνη μου ρουφούν αρμύρας στάλας
ατέλειωτο το πλάτος σου και γω στην κουπαστή
σε μελετώ κάθε φορά σαν σκέψη μιας δασκάλας
γλυκιά μου καλλονή

σύννεφα μπλε στολίζουνε τον ουρανό που στέκει
η ιστορία έγραψε με γράμματα νερού
ένα σπαθί εκύρτωσε στον ώμο το τουφέκι
μια πόλη θαυμασμού

όσο και αν προσπάθησαν τα μπλε σου ξεθωριάσουν
που κόκκινα τα βάψανε με αίμα λευτεριάς
τα χρώματα δυνάμωσαν και να που θα θαυμάσουν
τα μπλε σου σαν φοράς

ΜΙΜΣ Χ.ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
  































Δια χειρός Μίμη Χ.Γεωργόπουλου