Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ







Έρωτα συ θαλασσινέ το κύμα σου σαν χάδι
σαν με κοιτάς σε νοσταλγώ σε χρόνια παιδικά
ο πάσσαλος στο βούρκο σου αιώνιο σημάδι
εκεί μες στα ρηχά

γυναίκα συ κάθε φορά αλλάζεις και το χρώμα
το ντύσιμό σου όμορφο σεντόνι στο γιαλό
αόρατη η σάρκα σου αόρατο το σώμα
μετρώ το θαυμασμό

παθητική αχόρταγη μια μεθυσμένη σκέψη
ένα φεγγάρι φώτισε γαλάζιο σου νερό
και γω μ’ ένα καλάμι έγραψα μια ποθητή μου λέξη
ακόμα σ αγαπώ

κι ο πάσσαλος που έδενα βαρκάκι να μη φύγει
μου μαρτυρά τον πόθο μου εκεί μες στα ρηχά
κάθε φορά που έρχομαι με πιάνουνε δυό ρίγη
κρυφά στη μοναξιά

αιώνια τα νιάτα σου η κράμα σου αρμύρα
το βλέμμα σου τσακίρικο μου σχίζει την καρδιά
σαν κάνει βόλτα η ματιά που λένε μία γύρα   
ανάσα μου βαθιά

μα η καρδιά μεγάλωσε ταξίδεψε στα ξένα
κι νοσταλγία της μορφής με πάει στα παλιά
και σου μετρώ τα βήματα ακόμα ένα – ένα
για με παρηγοριά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
































    

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

ΓΥΝΑΙΚΑ ΛΙΜΝΗ





Κάμε τα φύκια αγκαλιά σου
κρέμα κοχύλια στο λαιμό
ψάρια να μοιάζουνε παιδιά σου
γράφω κρυφά το σαγαπώ


γλάροι πουλιά οι ταχυδρόμοι
κύκλους σαν κάνει το κουπί
γλίνα με λάσπη σου οι δρόμοι
άσπρο αλάτι η Αλυκή


άνθη αρμύρας να φυτρώνουν
κάμπος γεμάτος με νερό
σκέψεις εικόνες σου με λιώνουν
είσαι μορφή που αγαπώ


γλάρος θα γίνω να πετάξω
θέλω να δω από ψηλά
λίμνη μαγεύτρα να φωνάξω
μόνος εγώ στην ερημιά


σύννεφο μαύρο σε σκεπάζει
στάλες νερού μία δροσιά
μια καταχνιά ένα σου χάζι
άλλη μορφή κάθε φορά


χάνω τα λόγια και τη σκέψη
κάνω τη βόλτα να πονά
μία φωνή η κάθε λέξη
λίμνη εσύ τόσο πλατιά


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


















Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΣΤΑΛΕΣ





      

Έρημος δρόμος μια σκέψη μπροστά σου
εικόνες φευγάτες κι ο νους σου κρατάει
δικές σου αγάπες σκιές είν’κοντά σου
αέρας φυσάει

μουντό το τοπίο δυό σύννεφα πάλι
λιθάρια βρεγμένα βαριά βηματά σου
μια λίμνη π’αλλάζει το χρώμα μια ζάλη
χτυπά η καρδιά σου

μεθύσι μαΐστρος και συ επιμένεις
ιδρώτας οι στάλες στο τέρμα βαδίζεις
πελάδα μονάχη εκεί θε να μένεις
κοχύλια χαρίζεις

δυό φύκια στην άκρη σαν βούρλα φυτρώνουν
αρμύρας χωράφι οι πάπιες κουρνιάζουν
δυό χέλια γλιστράνε στο βάθος τρυπώνουν
οι σκέψεις αράζουν

ομπρέλα ανοίγεις σταγόνες γλιστράνε
τα μάτια κλεισμένα μια σκέψη ονείρου
το τώρα γελάει απάτη θε να’ναι
η ζάλη του γύρου

και συ μαριονέτα χορεύεις μ’ αστεία
κοιτάζεις τριγύρω κάτι θυμάσαι
γνωστό το σοκάκι γνωστή κι πλατεία
μικρός πάλι θα’ σαι

πληρώνεις αγάπη βροχής σου οι στάλες
σε λίγο τελειώνει η βόλτα στο τέλος
εικόνες ζωή σου κυλάνε σαν μπάλες
τρυπάνε σαν βέλος

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ  










ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑ


 

Χλωμή Βαράσοβα θα πει το γκρίζο νοσταλγία
πρώτη βροχή φθινόπωρο η λίμνη σκυθρωπή
ζωγράφε τα πινέλα σου της φύσης η μαγεία
ετούτη η στιγμή

η λίμνη ερυτίδωσε το καλοκαίρι πέρα
πρώτοι καημοί δυο έννοιες μαΐστρος να φυσά
μία γαϊτα στ’ ανοιχτά να δένει σε μια ξέρα
και κει να ξαποστά

γλάρε χορεύεις μάγκικα ταλέντο που δεν κρύβεις
στην καταχνιά μου κρύβεσαι σαν ψάχνω να σε δω
κοτσίδες δυο τα φύκια σου με χάρη μου τα στρίβεις
κουρνιάζεις στο γιαλό

γκρίζα τα σύννεφα καπνοί τα χρώματα αλλάζουν
ο ουρανός εθύμωσε θυμίζει μια γιορτή
ένας χορός στην κορυφή οι βράχοι να γιορτάζουν
χλωμή έχουν μορφή

και συ γλυκό φθινόπωρο το κλάμα του χειμώνα
κάνεις ψυχές να σε κοιτούν περίεργα μουγκές
απότομα μου φόβισες την έρημη Αλκυόνα
κουβέντες που δεν λες

καλοκαιριά σαν θάμπωσες το σκηνικό αλλάζει
κάποιος κουρτίνα τράβηξε το φως μένει σβηστό
και το βουνό μας θύμισε μια χύτρα που κοχλάζει
καπνός σαν θυμιατό

κι όμως ζητώ την αλλαγή το νόημα που λέει
η ομορφιά το όνειρό σε σκέψεις που πονούν
τα κύματα σαν σύννεφα και ο καιρός να κλαίει
σταγόνες που κυλούν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


















 

 


Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

             

Μαύρος καπνός κυματισμός δυο ψίθυροι πιο πέρα
ώρα καλή στην κουπαστή δυο δάκρυα ζεστά
βαπόρι που ξεκόλλησε ορφάνεψε η ξέρα
ταξίδι στ’ ανοιχτά

άσπρα φουστάνια κύματα ένας χορός θαλάσσης
μαργαριτάρια του αφρού στολίζουν το σκαρί
κι ο νους του ναύτη βάσανο ΄΄με το καλό να φθάσεις ΄΄
της μάνας η ευχή

βαπόρι συ η σάρκα σου δυο μηχανές χτυπάνε
στα σωθικά σου η καρδιά μετράει τους σφυγμούς
δυο κύματα απρόσκλητα στα πλαϊνά χτυπάνε
θυμίζοντας καημούς

και συ ναυτάκι όμορφο μικρό παιδί της λάντζας
πότε με φόβο ή χαρά κοιτάς να δεις ξηρά
μια ζάλη ο κυματισμός θυμίζοντας παλάντζα
κρατάς τη μοναξιά

ΜΙΜΗΣ Χ.ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ