Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

ΜΟΝΑΞΙΑ





           

Τραγούδι συ χωρίς μιλιά μια μοναξιά το βράδυ
ένα παγκάκι μοναχό δυο λόγια μια ψυχή
η φαντασία έχτισε εικόνα σαν σμαράγδι
μια νύχτα βροχερή

λίγο το φως μια αστραπή μια λάμψη στο σκοτάδι
το μυστικό που φώτισε το πήρε η λησμονιά
σε ρεματιά ξεχάστηκε πρασίνισε πετράδι
μια λίμνη σιωπά

λίγο το φως του φεγγαριού του δοξαριού ο ήχος
αμαρτωλή η σκέψη σου σαν πλάθει τον πηλό
παίρνει μορφή και νόημα ο άχαρος ο στίχος
ξυπνάει το μυαλό

παγκάκι που καρφώθηκε σε ρεματιά σε άκρη
δύο σανίδες κάθισμα δεν έχουνε ζωή
κι αναρωτιέσαι άδικα πως κάθεσαι σε νάρκη
σιγά μην εκραγεί  

κράτα σελίδα ανοιχτεί και μη γυρίζεις φύλλο
το αύριο αβέβαιο το σήμερα αυτό
ερμήνευε όσο μπορείς τον άφαντο το γρύλο
και πέρνα τον καιρό

και συ παγκάκι μοναχό που γράφεις ιστορία
όχι δεν θέλω να μιλάς απλά να καρτερείς
σκηνές γραπτών στα φύλλα σου εικόνες φαντασία
αν θέλεις να κρατείς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΕΓΓΟΝΟΣ


Δένδρο σκληρό που μπάταρε βελανιδιά που ρέει
χρόνια πολλά στο ξύλο της οι ρόζοι στη σειρά
ένα μικρό στο πλάι της αθέλητα να κλαίει
σαν θέλει αγκαλιά

Κορμός γερτός ανήμπορος το βάρος δεν αντέχει
ο χρόνος όπου πέρασε μια στάμπα στη ζωή
στην ίδια θέση καρτερεί ακόμα κι όταν βρέχει
αγόγγυστα πονεί

Μικρό δεντρί στο πλάι του δυο λόγια παραμύθι
νέος καρπός εφύτρωσε ελπίδα του τρανή
μια σιγουριά ο ίσκιος του αόρατο το δίχτυ
του γέρου η πνοή

Το χιόνι άσπρισε μαλλιά τα μπράτσα του πλοκάμια
το σκέπαστρο έχει ζωή μια ζεστασιά τρανή
τα χνώτα του θολώσανε της κάμαρας τα τζάμια
η αγκαλιά ζεστή

Σκέψη του γέρου βύθισε το παρελθόν χορτάτο
το σήμερα σαν μέτρησε καημοί χωρίς μιλιά
άσπρο γυμνό χεράκι του - του εγγονού αφράτο
μια όμορφη θωριά

Αλήθεια ψέμα δεν μετρά η φαντασία τρέχει
σαν μπάταρε στο πλάι του ο ύπνος του γλυκός
μια μουσική στο φύλλωμα ο ήχος όταν βρέχει
παππούς κι αυτός μικρός

Καλότυχο και το μικρό σαν του κρατά το χέρι
το παρελθόν το σήμερα ζευγάρωσε θαρρώ
σαν έφεξε εφάνηκε ένα μικρό αστέρι
ψηλά στον ουρανό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
  

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΜΑΝΑ



Γέννα χαρά με δυο φιλιά γέννα με πόνο τον καρπό
ζήτα να δεις και τη ζωή τον ήλιο π’ ανατέλλει
μικρή φωτό όπου κρατώ δυο λόγια μόνο θα σου πω
το χάδι σου σαν μέλι

Φτερούγα πούπουλα φτερά είσαι απέραντ’ αγκαλιά
μικρό κρεβάτι τα πλεχτά δυο άσπρα σου σεντόνια
κάθε φορά σου η ματιά χαμόγελα εσύ κρυφά
τα λόγια αηδόνια

Κι όταν μεγάλος τώρα πια μια σιγουριά όλο χαρά
εικόνα σου χρωματιστή μέσα στο νου σεργιάνι
είσαι χρυσός μα το θεό και φυλαχτό ναι στα κρυφά
στο κάθε μου λιμάνι

Δυο λόγια δίχως αμοιβή βράδυ πρωί για μένα
σαν εραστής στο ραντεβού πάντα κοντά κάθε στιγμή
τα στήθια βάζεις συ μπροστά στην άγρια αρένα
μαχαίρι να σε βρει

Μάνα που ήσουν ζηλευτή ψάχνω να σε βρω απ’ το πρωί
φοβάμαι τώρα μοναχός κι ας είμαι και μεγάλος
είμαι μικρός νύχτα το φως παραδοχή χωρίς ντροπή
ήσουν το κάλλος

Τώρα ψηλά ένα πουλί χωρίς κλαδί κουρνιάζει
δυο σύννεφα στον ουρανό φιγούρα κάνουν μα θωρώ
μία μορφή θολή καρδιά ταράζει που σου μοιάζει
τρεκλίζω που κοιτώ

Σηκώνω χέρι να πιαστώ απ’ το δικό σου τον καρπό
πιάνω κενό χάνω τα λόγια τον ειρμό τα χάνω
μάνα φωνάζω δυνατά θέλω για λίγο κρατηθώ
νομίζω πως σε πιάνω

Γελάς κρυφά μέσα απ’τα σύννεφα κοιτάς το γιο σου
μια μυρουδιά όλο δροσιά ο κάμπος άνθρωπός σου
και 'γω κρεμώ όλο χαρά στα στήθια μενταγιόν σου
γλυκιά μάνα ο γιος σου  

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
 

 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ








Αγναντεύω με σκέψεις με εικόνες φευγάτες
και με λόγια χαμένα την εικόνα κερνώ
δύο λόγια που λένε είμαστε όλοι διαβάτες
το παλιό μου το σπίτι σαν το βλέπω πονώ.

Δυο σταγόνες που πέφτουν το στενό το χρυσίζουν
με λουλούδια με δώρα το παλιό το κερνώ
δακρυσμένα τα μάτια τη μορφή του ποτίζουν
μια ζωή που πονάει το στενό θα διαβώ.

Δύο χούφτες τα χέρια τεντωμένα ζητάω
προσευχή που ελπίζει με κερνάει πνοή
σκυθρωπό με αφήνει και δεν ξέρω που πάω
δακρυσμένα τα μάτια μια δροσιά την αυγή.

Ένας χρόνος δύο χρόνια μία σκέψη για κείνο
ένας γέρος ρωτάει πως θα γίνει παιδί
σαν η νύχτα τελειώνει το ποτήρι το πίνω
ένας ίσκιος απλώνει την παλιά τη μορφή.

Κάθε τόσο περνάει χαρακιά στη καρδιά μου
σαν ζευγάρι μιλάμε με το βλέμμα σκυφτό
σαν φυσά ο μαΐστρος ταραχή στα νερά μου
το φιλί του με πάθος κάθε τόσο ζητώ

Μια φωτιά που δεν καίει το φεγγάρι φευγάτο
τα πατήματα ψάχνω μες στο βούρκο πατώ
το σοκάκι μου βρίσκω χίλιες μνήμες γεμάτο
φαντασία οι μνήμες μη ρωτάς δεν θα πω

Ένας λύχνος που φέγγει μία φλόγα χορεύει
κι ο χρησμός όπου λέει μία μάχη κρατεί
κάποια σκέψη φευγάτη τη ζωή μου χαϊδεύει
γεια χαρά κοιμωμένη μια εικόνα θολή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Η ΒΡΟΧΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ








             
Θολός ορίζοντας θαρρώ μια νοσταλγία πέρα
θαμπές εικόνες στο μυαλό οι στάλες της βροχής
σαν δάκρυα στο πρόσωπο στεγνώνουν στον αέρα
φαντάσματα ψυχής

ψιλή βροχή σαν άρχισε μια καταχνιά αντάρα
πουλιά γαϊτες στη σειρά ακίνητα κοιτούν
πρασίνισε σαν άνθισε εκείνη πια η ξέρα
εικόνες ξεκινούν

αντρειωμένο πάλεμα κρατά να μη βουτάω
το βήμα μου μες στο νερό σαν κείθε περπατώ
εκστατικός ακίνητος το πέλαγος κοιτάω
κρατιέμαι μη πνιγώ

ρυάκι κάνει η βροχή ένα φτερό πετάει
ο ταχυδρόμος της βροχής τη λίμνη χαιρετά
φέρνει μαντάτο που ξυπνά τις μνήμες που βαστάει
γελά από ψηλά

άσπρο πουλί μη με κοιτάς περαστικός διαβάτης
κορμί σαν έχω ξέχνα το ο νους μου στα παλιά
ανασκαφή στο παρελθόν μικρός εγώ εργάτης
το σάλιο μια θηλιά

λείψανα σκέψεις τα παλιά σαν άχρωμα παιχνίδια
αραδιασμένα στη σειρά διαλέγω τη φορά
το τέλος είναι γνώριμο τα ίδια και τα ίδια
παρέα μοναξιά

ψιλή βροχή μη σταματάς σεντόνι που σκεπάζει
μια λίμνη όπου κρύβεται σαν γίνεται καημός
και ο δικός μου ο παλμός σαν ναυαγός βουλιάζει
τι όμορφος χορός

η σκέψη μου σταμάτησε το βήμα μου τρεκλίζει
λιώνω στεγνώνω στη βροχή σημάδι μες στη γη
και ο διαβάτης έφυγε χωρίς να φωσφορίζει
ξανά απ΄την αρχή

ΜΙΜΗΣ  Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ




              

Ταξίδι κάνω με το νου δυο στάλες κρεμασμένες
στο τζάμι μου κρεμάστηκαν τα μυστικά να πουν
ημέρα σαν σκοτείνιασε κι στάλες τρομαγμένες
στο τζάμι δεν χωρούν

ημέρα σαν εθάμπωσε το τζάμι ζωγραφίζει
σε λίγο οι σταγόνες μας θα μοιάζουν πινελιά
κι φύση που εσπούδασε τη ζωγραφιά χαρίζει
σε μας για μια φορά

φθινόπωρο ταξίδεψα σε μέρη που δεν πήγα
η φαντασία πάντρεψε τις στάλες στο γυαλί
και γω στεγνός από βροχή το θέαμα που είδα
το γράφω στο χαρτί

θα γίνω στάλα του νερού στο τζάμι να κυλήσω
τσουλήθρα όμορφη διαβώ με γέλια με χαρές
και το πρεβάζι με χαρά στο τέλος να φιλήσω
έλα και συ αν θες

το καλοκαίρι έφυγε φθινόπωρο μυρίζει
η αλλαγή εκέρασε μια νότα τη ψυχή
κι συννεφιά εθόλωσε το νόημα σκορπίζει
εικόνες για ζωή

κάνε και συ το χάδι σου σταγόνα να κυλήσει
νε κρεμαστεί στο τζάμι σου δυο λόγια να σου πει
να μονογράψει το γυαλί όσο αυτή κρατήσει
μετά και ας σβηστεί  

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ

Ο μικρός Αϊλαν Κουρντι από τη Συρία  . ( μετανάστης )

                        
Εικόνα συ δίχως μιλιά η αμμουδιά πονάει
της μάνας χάδι το νερό μια σιωπή σταυρός
πληγή βαθιά μες στη ψυχή που δύσκολα περνάει
τα μάτια του κλειστά

κάποιοι με πόλεμο χαρά βάρκα βουλιάζει στ ’ανοιχτά
μικρό παιδί δεν κολυμπά η μοίρα του γραμμένη
δουλέμποροι ζητούν λεπτά η βάρκα μπάζει και νερά
ζωή όλο κονταίνει

ποιητές και συγγραφείς η πένα τους να κλαίει
μαύρο μελάνι στο χαρτί το πένθος που μιλά
μικρό παιδί στην αμμουδιά μαμά μπαμπά δεν λέει
ζωή του σταματά

βότσαλα μαύρα συντροφιά αλλάξανε το χρώμα
με ρούχο μαύρο η αμμουδιά μια σιωπή ένας καημός
μικρό κορμί και άψυχο μες στο νερό για χώμα
ο τάφος του υγρός

σταμάτα κόσμε που κοιτάς έλα κοντά αν αγαπάς
έλα και συ που πολεμάς έλα και συ κανόνι
έλα και συ που κρύβεσαι με μάσκα που φοράς
το σύστημα σκοτώνει

μα δεν βαριέσαι φίλε μου το κέρδος δεν δακρύζει
σκοτώνει τρώει και ψυχές αθώες τη φορά
θηρίο άνθρωπος αυτός ταμεία να γεμίζει
με αίμα ξεδιψά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ







              
               
Ισιάδα ένα με τη γη η θάλασσα πλαγιάζει
μια πόλη που απλώνεται σε θάλασσα ρηχή
το κύμα της νανούρισμα το φύκι σαν φωλιάζει
της κάνει το χαμόγελο να μοιάζει μ’αρετή


Διαβάτη καλωσόρισε περπάτησε τη στράτα
κλείσε τα μάτια μύρισε αρμύρα του γιαλού
τ’ αγιόκλημα σαν άνθισε το μέσα σου παράτα
παλιές εικόνες ήρθανε απρόσκλητες στο νου


Σαν είδες το κοντόβραδο την κόκκινη τη δύση
μαρμάρωσες ψιθύρισες δυο λόγια θαυμασμού
το ακρογιάλι έδεσε ζωγράφισε η φύση
τα χρώματα ζωντάνεψαν τις σκέψεις μες στο νου


Πλακόστρωτο περπάτησες μονάχος στο σκοτάδι
ένας ρυθμός το βάδισμα ο ήχος στα γουλιά
σαν καλπασμός ακούστηκαν τα βήματα το βράδυ
κι ο γκιόνης σε χαιρέτησε με μια γλυκιά λαλιά


Ο θόρυβος το κύμα της τον ποιητή τον κάνει
να σκέφτεται παράξενα επάνω στο χαρτί
ο στίχος κλαίει μόνος του σαν γράφει το μελάνι
με νοσταλγία να βρεθεί εδώ απ’ την αρχή


Μια πόλη ένας ήρωας μια πόλη με αρμύρα
η αύρα σαν εφύσηξε παράθυρο ανοιχτό
κοχύλι χρωματίστηκε με σμάλτο η πορφύρα
κι νοσταλγία μ’έφερε εμέ στο λιακωτό


Θα ξαναζήσω τα παλιά χαρές κρυφτό και βόλους
με σκέψη πάλι θα σταθώ στα χρόνια τα παλιά
σ’αυτή τη πόλη έζησα και έπαιξα σε χώρους
ξυπόλητος με φίλους μου σε σάλτσινα ξερά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

ΚΑΛΕ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΕ



                                     Θανάσης Βέγγος  (1926-2011)     


               

Σαν τρεχαντήρι με καρδιά με κόντρα τη φουρτούνα
μία ζωή ταλαίπωρη και συ ένα παιδί
μένα κουπί να περπατάς σουλάτσο τη μαούνα
ζωή και όπου βγει

καλέ μου άνθρωπε εσύ κορνίζα η αγάπη
μες στη καρδιά το γέλιο σου χρυσάφι ακριβό
το τρέξιμο ακούραστο η δρασκελιά ζουλάπι
και συ στο σαγαπώ

μάστορας συ ακούραστος κουράζεις το κορμί σου
χτίζεις κερήθρα πέτρινη σαν μέλισσα εσύ
το μέλι σου παράδειγμα με δείγμα τη μορφή σου
μεγάλο συ παιδί

κοιτάς εδώ κοιτάς εκεί το γέλιο σου χαρά μας
παράθυρό σου ανοιχτό το φως φεγγοβολά
ο τύπος σου ευχάριστος σε θέλουμε κοντά μας
ψυχή σου που γελά

δίνεις δεν παίρνεις τη φορά χτίζεις ένα γεφύρι
το κάνεις δώρο με χαρά το μπράβο δεν ζητάς
είσαι ψυχή απέραντη θυμίζεις πανηγύρι
στα δύσκολα βουτάς

κι απ’ τη ζωή δεν ζήτησες να σου γελάσει λίγο
πολλές φορές σε ξέχασε τ’ αστέρι σου μικρό
και τους καρπούς που μάζευες απ’ το φτωχό τον τρύγο
τους πάντρευες μ’ ανθό

Θανάση Βέγγο, φίλε μου, άνθρωπε συ μεγάλε
αν είχαμε κι άλλους επτά η γη θα 'χε φτερά
και τα παιδιά θα χόρταιναν με γέλιο στο φινάλε
είσαι χρυσή καρδιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ