Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ




Ματιά και σκέψη καρφωτή σ’ένα θολό σημείο
εικόνες που δεν στέκουνε μια δίνη του μυαλού
κι ο ποιητής ανήμερο της σκέψης το θηρίο
μορφή ενός τρελού

τι γράφεις δεν μετράς το λόγο και τις λέξεις
τα όνειρα τα ξύπνησες αέρας τα φυσά
μου ζεις εσύ μία ζωή κάθε φορά θα μπλέξεις
στο φως τα σκοτεινά

πρώτη φορά άλλη φορά μα πάντα γράφεις τρέλες
γράφεις ασύστολα εσύ χωρίς μια συνταγή
της σύνταξης το κείμενο της μάσκαρας κορδέλες
εικόνες στο χαρτί

κουβάρι όπου έμπλεξε η άκρη του χαμένη
ο αναγνώστης χάθηκε αλλού θε να πνιγεί
η ερμηνεία μια καρδιά σχεδόν πάντα θα μένει
ακίνητη δειλή

πότε χαρά πότε κραυγή και πότε μία λύπη
ένας χρησμός περίεργος το κείμενο γραπτό
κι ο ποιητής αόρατος εξήγηση να λείπει
τοπίο του θολό

χέρια κοντά μάτια κλειστά προσπάθεια να πιάσει
σκιάχτρο του νου το κείμενο δυο λέξεις μια πνοή
το τέλος του κουραστικό μπορεί και να μη φθάσει
μέχρι να’ ρθει πρωί

αγχόνη συ μια φυλακή η σκέψη παλαβώνει
τελειώνει και το νόημα μα τέλος πουθενά
το σίγουρο δεν φαίνεται και όμως σε λαβώνει
μιά άσχετη σειρά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

















Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

ΕΡΗΜΗ ΠΑΡΑΛΙΑ



    

Μια παραλία έρημη ορίζοντας το βάθος
μισοσβησμένες σκέψεις μου αρμύρα στο κορμί
επιστροφή σαν έκαμα νομίζω ήταν λάθος
ετούτη η στιγμή

άλλα τα χρόνια τα παλιά κι άλλο το είναι τώρα
αλλάζουν τόποι στη στιγμή σελίδες στο χαρτί
λόγια γραμμένα σβήσανε από βροχή με μπόρα
κι ο νους μονολογεί

μικρό κορμί ταλαίπωρο ο χρόνος σε γεράζει
οι αντοχές σου θάνατος γελάνε στο παρόν
κράτα στο νου εικόνα σου κι ας είναι και μαράζι
εβίβα παρελθόν

βαρκούλα συ επάλεψες στο αφρισμένο κύμα
σημάδια δεν εφάνηκαν ναυάγιο πουθενά
το βιάτζο σου εβούλιαξε αλήθεια μα τι κρίμα
και γω σε ερημιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ










































Η ΦΤΕΡΩΤΗ ΣΚΕΨΗ






Σκέψη εσύ αμαρτωλή μια σιωπή φευγάτη
χέρια ζητούν και η ψυχή λαχτάρα στο κενό
μι’ αγάπη που εζήτησε να πιάσει πριν πετάξει
ετούτο το φτωχό

σκέψη που πας αδιάβαστη τ’ αδύνατο πληγώνει
η φυλακή τα μυστικά τα κάνει σαν μουγκά
να τα διαβάσεις δεν μπορείς κι ο νους σου τα πληρώνει
σαν θέλει λευτεριά

εικόνα τούτη λαχταρά η σκέψη σου να πιάσει
αυτό που πάντα θα ζητάς να ζήσεις με χαρά
κάντο στα γρήγορα αν θες μα πριν σου σκοτεινιάσει
η μέρα σου γοργά

άσπρο πουλί πλησίασες δίχως να τη ρωτήσεις
τη σκέψη που λαχτάρισε να βρει ελευθεριά
μα κέρασες φτερούγισμα χωρίς να της ζητήσεις
δυο λόγια φιλικά

σκέψη πολλά εζήτησες να πιάσεις τον αέρα
ίσως η λύση βρίσκεται σε κάποια σιωπή
κι απ’ το κελί σου θα διαβείς όταν θα’ρθει  ημέρα
που θα’ ναι μια γιορτή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ




































Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

O KYKNOΣ

                  

  










Άσπρο το τούλι που φοράς μια αρχοντιά καμάρι
μια σιωπή μες στο νερό μια σκέψη σου κρυφή
κολύμπι συ μοναχικό χωρίς ντροπή η χάρη
κορμί σου πως μιλεί


χωρίς το φάλτσο το γλυπτό το μάρμαρο μιλάει
να σε χαϊδέψω δεν μπορώ μου ζεις μες στο νερό
μία καρδιά μες στο χορό για σένανε χτυπάει
μαζί σου θα πνιγώ  


κύκνος εσύ θνητός εγώ δυό κόσμοι συναντώνται
μια διαφορά αχόρταγη αλλού είν’ η ζωή
δυό χαρακτήρες θε να πω συνέχεια χτυπιούνται
στην άγρια ζωή


μια σιωπή σαν σε κοιτώ δυό σκέψεις παραπέρα
με όνειρο συχνά περνώ κοντά σου νοσταλγώ
όταν πετάς τραγούδι σου το κάλλος στον αέρα
και γω μονολογώ


πουλί αρχοντικό εσύ του ήλιου θυγατέρα
μπορείς εσύ να μου μιλάς με ανοιχτά φτερά
κάθε φορά χαιρετισμό να στέλνεις καλησπέρα
έτσι σαν ένα γεια


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ















































Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου



ΟΙ ΓΛΑΣΤΡΕΣ ΣΟΥ


     
Μοσχοβολιά στη γειτονιά διαβάτης που κοιτάει
τα σκαλοπάτια ομορφιά λουλούδια στη καρδιά
την ευωδιά στη στράτα του κάθε φορά ρουφάει
στη πρώτη δρασκελιά

γλιστρά στις πλάκες σαν πατά ένας ρυθμός παρέα
το άλογο σιωπηλό κι αυτό κρυφά κοιτά
το σκηνικό χωριάτικο εικόνα του ωραία
οι γλάστρες στη σειρά

κάθε πρωί το πότισμα ανάσα για κουβέντα
λουλούδι έχεις μια ζωή και νου και προκοπή
γλάστρα εσύ με τ’άνθη σου στη γειτονιά λεβέντρα
είσαι μια καλλονή

τα σκαλοπάτια στη σειρά οι γλάστρες πασαρέλα
θαυμάστε φύσης ομορφιά στολίδια της χαράς
διαβάτη πάψε να κοιτάς κοντά τους τώρα έλα  
μπορείς να τους μιλάς

γλάστρα εσύ κάθε φορά το νόημα διαβάζεις
το βλέμμα σου με νόημα χαμόγελο κρυφό
ο χρόνος σου δεν πέρασε γιαυτό και συ νεάζεις
πολύχρωμο φυτό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






































Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου



Η ΠΑΠΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ











             

Νερόκοτα πουλί εσύ μια ομορφιά πλημμύρα
της λίμνης κόρη του νερού βαρκούλα με φτερά
πριν μου ξαπλώσεις στο νερό στον ουρανό μια γύρα
μετά κάνεις  βουτιά

σαξόφωνου έχεις κραυγή στην ησυχία ήχος
μια συμφωνία οι φωνές του κάμπου τα κρουστά
μεγάφωνο περίεργο της μύτης σου το ρύγχος
φωνάζεις δυνατά

σαν μου χτυπάς φτερούγα σου το κύμα αρμενίζει
για να πετάξεις θόρυβος ξυπνάς μια γειτονιά
στην απογείωση θαρρώ ο έλικας σφυρίζει
και συ πιο μακριά

στον ουρανό μία σειρά κουκκίδες στην αράδα
παπιά πουλιά μία γραμμή στο φέγγος ομορφιά
με μια ματιά να μοιάζετε αχτίνας χαραμάδα
λοξή η πινελιά

χρώματα σ’όλο το κορμί ο πίνακας φεγγίζει
να τον κρεμάσω προσπαθώ μ’ αγάπη του μιλώ
εικόνα πάντα στο μυαλό γλυκά μου φτερουγίζει
σε βούρκο μα πατώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






























Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΟΣ ΜΑΪΣΤΡΟΣ










          

Αρμύρας γεύση μια δροσιά στο πρόσωπο σαν χάδι
ορίζοντας ατέλειωτος δυο βάρκες στ’ ανοιχτά
το φύκι που κουνήθηκε μου έμοιασε πετράδι
πλατίνα στα ρηχά

γαλήνη συ απλώθηκες στου φεγγαριού το σώμα
δυο πούπουλα ενός πουλιού εστήσανε χορό
τα βήματά μου μέτρησα σημάδια εις το χώμα
και γω αναπολώ

αιχμάλωτος του φεγγαριού και της αρμύρας πόνος
θα κρατηθώ να μη πονώ  ετούτη  τη στιγμή
μια αίσθηση διάρκειας όπου μετρά σαν χρόνος
φριχτή μου πληρωμή

κορμί γυμνώνω και βουτώ και παίζω στον αέρα
μια τρέλα τούτη της στιγμής αφύσικα φυσά
πότε πατώ μες στο νερό και πότε σε μια ξέρα
δεν είμαι στα καλά

μαϊστρε πες μου τι ζητάς μαντάτο σαν να φέρνεις
ξεκίνησες σαν νύχτωσε ταξίδι στα κρυφά
και συ φυγάς που έφτασες εικόνες τώρα σπέρνεις
χωρίς να με ρωτάς

αγγέλου φάντασμα εσύ της λίμνης ερημίτης
της νύχτας γίνε σιωπή και φύσα προς τα δω
και σκάλισε στο μάρμαρο μια λέξη σαν τεχνίτης
την πόλη αγαπώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

























   

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

ΕΓΩ ΚΑΙ Η ΚΙΘΑΡΑ ΜΟΥ



                         


Ένας ο ήχος συντροφιά μια σκέψη παραπέρα
απέραντο το νόημα ταξίδι συντροφιά
το φως του ήλιου τη φορά για με μια καλημέρα
κιθάρα μου γλυκιά


στο άκουσμα ένας σφυγμός για μένα καρδιοχτύπι
τραγούδι άφωνο αν πω το μέσα μου γελά
κι ο έρωτας της μουσικής ποτέ μα δεν μου λείπει  
στη δόλια μου καρδιά


η συντροφιά σου αγκαλιά διάλογος με πάθος
κουβέντες κάνουν οι χορδές καράβια στ’ ανοιχτά
τα όνειρα ελεύθερα χρησμοί πάντα με βάθος
τα μάτια μου κλειστά


η μελωδία σου κισσός τυλίγει τον κορμό μου
οι νότες πεταλούδες σου του Μάη σκηνικό
εικόνα τούτη σαν πνοή χαϊδεύει το μυαλό μου  
και 'γω ψηλά πετώ


κιθάρα συ έχεις καρδιά μα έχεις και αγάπη
μιλάς αλήθεια τη φορά σαν κλαις ή μου γελάς
δεν σε αλλάζω μάθε το με όλο το χρυσάφι
της γης σαν μου μιλάς


ο λόγος είναι μουσική ο ήχος σου το χρώμα
κι μουσική μέσα στο νου καθρέφτης της ζωής
μια σιωπή κάθε φορά το χάδι σου στο σώμα
ποτέ να μη χαθείς


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ