Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΘΑ ΓΙΝΩ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑ





       

Θα γίνω το αγιόκλημα μπροστά στο παραθύρι
θα σκαρφαλώσω στο κορμί
αμάραντος ανθός,
να σου χαρίζω τη πνοή γλυκό μου τρεχαντήρι
το δρόσο το πρωί.
Προσκέφαλο τα φύλλα μου θα στήσω στο κατώφλι
στρώμα εκεί να με πατάς μ’αγάπη να φιλάς
να ξεκουράζεις το κορμί το νου σου τη μιλιά σου
προσκέφαλο κουμπάς.
Με τον ανθό της μυρουδιάς να λούζεις τα ονειρά σου
το πόθο σου μες στη νυχτιά
κρυφά να του μιλάς
κι αν θα σε δει περαστικός να πεις για την αγάπη
πως βρήκες σύ το ταίρι σου
δροσιά σε φυλλωσιά
αγιόκλημα που φύτρωσε πρασίνισε ο τόπος
μοσχόβολη ανάσα σου θαλασσινή μπασιά
αρμύρα συ το πότισμα
το χάδι σου ζωή μου
για με μια συντροφιά
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΑΡΙ
























              
Ο μπόμπιρας σ΄ένα σκαμνί , επάνω στο πατάρι
βιβλίο πρώτης μαθητής ,διαβάζει αλφαβητάρι
κάνει πως ξέρει να μετρά , μα κάνει όμως ντόρο
τα γράμματα τα τραγουδά ,τα ίδια κατά κόρο


Εμούγκριζε και φώναζε ,που θύμιζε δαμάλι
επάνω σ΄ένα κάθισμα , μια ζάλη στο κεφάλι
εδιάβαζε  τα γράμματα  , με στόμφο και με χάρη
που λίγο κόντεψ’ ο μικρός, απ΄το σκαμνί μπατάρει


Η μάνα του που σκούπιζε ,τα χόρτα στην αυλή
ετρόμαξε και φώναξε, Χριστέ μου το παιδί
και τρέχει πάνω για να δει ,αλήθεια τι συμβαίνει
δίνει σπρωξιά με δύναμη  και μπαίνει η καημένη


Τον βλέπει να είναι  στο σκαμνί ,τον ρήτορα να κάνει
και στο σολφέζ  που τραγουδά ,  νότες ψηλές να πιάνει
του δίνει μια στο κορμί , τραβάει το αυτί του
κι ο μπόμπιρας φοβήθηκε  και χάνει τη φωνή του


Αυτό δεν είναι διάβασμα , που κάνεις ρε Θωμά
είναι  τραγούδι  πού γραψες , στο ντο , στο ρε, στο φα
στρώσου λοιπόν στο διάβασμα, κι ο νους  σου στο βιβλίο
να γίνεις πρώτος μαθητής με δέκα στο σχολειό

         ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 40 ΄΄



          

Ο λαβωμένος αετός το πληγωμένο πόδι
βροχή οι σφαίρες την αυγή η σάρκα του πονεί
η τύχη του κάποιος θα πει το κόκκινο το ρόδι
μπορούσε αν φαλτσάριζε το νήμα να κοπεί

Κόκκινη γάζα με πονάς ξαλάφρωσε λιγάκι
μου βάφεις την καρδούλα μου με κόκκινη μπογιά
άλλαξε χρώμα να χαρείς σε τούτο το κονάκι
γαλάζιο ύφασμα για βρες πληγή να μη πονά

Βουβός το τραύμα να κοιτά συντρόφους μελετάει
καμπάνες πένθιμες ηχούν μετρά τα θυμιατά
μα τι θα πει το τραύμα μου αν πράγματι πονάει
ο άλλος που εχάθηκε το χάρο χαιρετά

Νυστέρι που τη σάρκα μου με ευκολία κόβεις
γράψε με κόκκινη μπογιά ο θάνατος χαρά
δεν με πονάς συνέχισε γιατρέ μη με μαλώνεις
η σκέψη μου ταξίδεψε στις Πίνδου τα βουνά

Γιατρέ μου δέσε γρήγορα στο μέτωπο γυρίζω
να ρίξω νέα ντουφεκιά το τραύμα μου ξεχνώ
κι ας μάθει κείνος ο εχθρός πως σίγουρα βαδίζω
αέρα..! τρέχω κυνηγώ κοιτάτε δεν πονώ

Και συ γιατρέ μου στη σκηνή λάθος κομμάτια ράβεις
κόψε τις γάζες να χαρείς το τραύμα δεν πονεί
κομμάτια που περίσσευσαν ποτέ σου μη τα θάβεις
αν θέλεις ρέψε ύφασμα σημαία γαλανή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟ 40 ΄



                  


Νεκρό το κράνος καταγής ανώνυμο κεφάλι
λείψανο είσαι μη χαθείς το κράτος σου πενθεί
τιμές με δάφνες στόλισμα ανάπηροι και άλλοι
ηρωικό το έπος σου ακέφαλο κορμί


Ένας και δύο και τρεις ίσως και χίλιοι ακόμα
ο φράκτης που στυλώθηκε κορμιά αν αγαπάς
ανώνυμο το φέρετρο το ματωμένο σώμα
σε στάση συ ακίνητος το θύμα σου τιμάς


Αρβύλα μόνη παρακεί πηλήκιο να στέκει
μια χλαίνη που ματώθηκε σημάδια συμφοράς
μια μυρουδιά ένας καπνός η σάρκα του παρέκει
ψάχνεις να βρεις εξήγηση εσύ μα τι χρωστάς


Χακί το χρώμα μπέρδεψε το πράσινο στο δάσος
φοβάσαι τον ανήφορο ο χώρος ιερός
διαβάζεις τα ονόματα ο Γιώργος και ο Νάσος
τους άλλους δεν ξεχώρισες τα σώματα καπνός


Λίγες οι πέτρες συντροφιά μια σιωπή μεγάλη
αχτίδες πένθιμες θαμπές το λάκκο μαρτυρούν
το σθένος ο ηρωισμός η λεβεντιά μια ζάλη
οι σάλπιγγες τη νίκη τους αθόρυβα ηχούν


Σε λίγο θα σκουριάσουνε θ’αλλάξουνε και χρώμα
θα σκεπαστούν από χλωρά λουλούδια τρυφερά
θα ξεχαστούν στην ερημιά σε τούτο δω το χώμα
ανώνυμα ηρωικά της Ελλάδος παιδιά


Κλαρίνου πόνου η φωνή μια μουσική που κλαίει
αδέρφια χωρίς όνομα στο χώμα καταγής
αν το ρωτήσεις θα σου πει με λόγο όπου καίει
γυναίκα χωρίς δάκρυα τα μαύρα θα φορείς


Ονόματα επίθετα σε μάρμαρο γραμμένα
παράσταση μαρμάρινη ηρωική μορφή
στεφάνια που κατάθεσαν σημάδια πονεμένα
ανάπηροι παράσημα και ύμνοι ηρωικοί


Φώτισε φλόγα φώτισε παράταιρο καντήλι
στην εκκλησιά σου άναψε κρυφά ένα κερί
και θάψε κόκαλα αν θες μαρμάρινη η στήλη
θυσία το συναίσθημα θολή κάποια αυγή


Κι όταν τριγύρω οι φωνές σωπάσουνε για πάντα
και δεις τη δόξα να κοιτά με σκέψη τα παιδιά
ζωή που κόπηκε ψηλά εκεί στον ανδριάντα
ένα στεφάνι δάφνινο τον άγνωστο τιμά


Δάφνη εσύ τα φύλλα σου να μένουν ανθισμένα
και ο καρπός σου άπιαστος να πέφτει καταγής
για να σκεπάζει με καημό αυτά τα σκουριασμένα
κράνη με όνομα θα πεις καημός αναπνοής

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

ΧΑΡΤΙ ΤΣΑΛΑΚΩΜΕΝΟ



Σε άκρη δρόμου πέταξε χαρτί τσαλακωμένο
αδιάβαστο σαν πίστεψε πως τάχα την ξεχνώ
αέρας με ψιλόβροχο το σύννεφο βαμμένο
μουντό και γω κοιτώ

χέρι ασάλευτο εσύ σε τσέπη πληγωμένο
μια σάρκα που εσκότωσες καθόλου δεν πονάς
χαρτί αθώο τόσο δα στο δρόμο πεταμένο
και συ σχεδόν γελάς

λόγια γραμμένα στο χαρτί δυo έννοιες φευγάτες
να μη μπορούν να δώσουνε εξήγηση καμιά
χαθήκανε αδιάβαστες σαν τους καλούς διαβάτες
με πρόσωπα μουγκά

δύο σταγόνες η βροχή μία δροσιά που λέει
ρυάκι το παρέσυρε σαν φύσηξε νοτιάς
λιμνούλα σχηματίστηκε και το χαρτάκι πλέει
και συ δεν απαντάς

χαρτάκι που ζαρώθηκε μια πίκρα σημαδεύει
ουσία που δεν μέτρησε γιατί να μη πονάς
μικρό το θέμα θα μου πεις στο δρόμο τι γυρεύει
μα συ γιατί κοιτάς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ












Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΜΟΥ

Ασπρίσανε οι κρόταφοι  εγέμισαν με χιόνι
απόδειξη πως σίγουρα  εγώ τώρα γερνώ
οι σκέψεις γίνανε σοφές  το χιόνι πια δεν λειώνει
κι απολαμβάνω  τη ζωή  τα χρόνια όπου ζω

Τα μάτια μου σαν βλέπουνε  ετούτον τον καθρέφτη
τι να σκεφτούν δεν ξέρουνε  τι τάχα να μου πουν
αθέλητα το χέρι του σε μένα κάτι γνέφει
μη βασανίζεις πια το νου ασ’τες να ξεχαστούν

Άλλοτε πάλι σαν κοιτώ ξεχνιέμαι στον καθρέφτη
σαν να διαβάζω μυστικά ακίνητος κοιτώ
το βλέμμα μου ατάραχο σε μια γωνιά του πέφτει
και τότε  γω πιέζομαι σε κλάματα ξεσπώ

Κι άλλες φορές το άπειρο  νομίζω πως το βλέπουν
τα μάτια μου  ορθάνοιχτα  χωρίς συλλογισμό
κόπιες χαρές  που έζησα ξανά μου επιτρέπουν
εκείνες όπου έζησα μπροστά μου να τις δω

Κι άλλοτε πάλι σαν μιλώ το φρύδι του σηκώνει
αλλάζει πρόσωπο αυτός μου κάνει το μουγγό
μου κρύβεται απότομα πίσω από τη σκόνη
θαμπώνει και το τζάμι του και γω να σιωπώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015







                      Η ΜΑΘΗΣΗ

Βουβή η σκέψη προσοχή τα πρώτα χρόνια γέννα
τα γράμματα χτίζουν ζωές κλωνάρια τρυφερά
στη μάθηση ανύπαρκτη θα πει κανείς η χτένα
πουλιά χωρίς φτερά

μάνα εσύ ανάγνωση που πλάθεις χαραχτήρες
ένα ζυμάρι το μυαλό το κάνεις να μιλά
στα σίγουρα θα πει κανείς πως κάτι συ επήρες
αλήθεια μια χαρά

κάμπος μικρός πρασίνισε το αύριο γελάει
η μάθηση έχει να πει αργά θε να μιλά
το πρόσωπο χωρίς μιλιά για πάντα θα γελάει
ακόμα κι αν πονά

σκύψε μικρέ μου μαθητή ο φίλος σου βιβλίο
μια αγκαλιά χωρίς μιλιά χαρίζει σιγουριά
γλυκό το δώρο της ζωής ετούτο το σχολείο
για σε μια αγκαλιά

γράψε δυο λόγια στο χαρτί δυο νούμερα αν θέλεις
κρύψε στη σκέψη λεβεντιά στο λόγο μια πειθώ
συνέχισε το διάβασμα και μη σταθείς τεμπέλης
και γω χειροκροτώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015


                      Ο ΔΡΟΜΟΣ

Τι ηρεμία θα μου πεις τι στοχασμός ετούτος
μια εποχή που πέρασε και όμως ζηλευτή
φτωχή ζωή και άκακη μα ένας άλλος πλούτος
μιλάει στη ψυχή

δρόμος εσύ κι ο εαυτός κουβέντα για την ώρα
κόσμος μικρός τι στοχαστής αμίλητος κοιτά
ποζάρει κάνει ζωγραφιά ομίχλη δίχως μπόρα
κεράσματα φτωχά

δυό χαρακτήρες ίσως τρεΙς μια ποικιλία δρόμου
αταίριαστα περίεργα εικόνες μιας ζωής
αθώα μα ανάκατα και με στοιχεία τρόμου
κουβέντα να μη πεις

μορφές ανθρώπων διάβασε επίπεδα χαμένα
μια φούχτα μέσα απ’ τη ζωή σπουδάζεις τις μορφές
καλά κακά αόρατα και όμως είν’γραμμένα
μπροστά σου δυό φορές

δρόμε εσύ ο δάσκαλος ο πίνακας γεμάτος
η κιμωλία της ζωής δυό γράμματα θαμπά
και ο καλός και ο κακός εγώ τον βλέπω να τος
μονάχος δεν μιλά

και συ φώτο που κράτησε για χρόνια στο συρτάρι
κιτρίνισες γεράματα τη λήθη μαρτυρείς
δεν σταματά θε να κυλά ο κύβος ναι το ζάρι
η μοίρα της ζωής

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015









                     Η ΤΑΞΗ

Μια σιωπή σκέψη μικρών σαν πράσινα βλαστάρια
φυτρώνει λόγος στο μυαλό ο σπόρος ζωντανός
μία δασκάλα πελεκά ευλύγιστα κοντάρια
κρυμμένος θησαυρός
  
η τάξη γέμισε χαρά μια μάθηση κρατάει
η σιωπή υπόσχεση ταξίδι μες στο νου
και η σοφία δεν αργεί καρπούς της να γεννάει
δυο σκέψεις του μυαλού

φτώχεια εσύ τραβάς μπροστά κι μάθηση ωραία
φρέσκοι καρποί όλο δροσιά η φύτρα θα μετρά
εικόνα τούτη των μικρών η πιο καλή παρέα
στο γήρας συντροφιά

σόμπα εσύ μια αγκαλιά ζεσταίνεις τα κορμιά τους
ένα βιβλίο ανοιχτό κι ο πίνακας εκεί
χωρίς το φάλτσο σκόπευση ορθά τα βλέμματά τους
υπόσχεση ζωή

μάθε μικρέ τα γράμματα η φτώχεια σου αντίο
το δέντρο σου εφύτρωσε μα θέλει σεβασμό
μάθε απ’έξω αν μπορείς το ανοιχτό βιβλίο
και γράψε σ 'αγαπώ

και η δασκάλα που κοιτά ένας μαέστρος μένει
πλάθει κορμί μα και το νου το ήθος ζηλευτό
σταγόνα που κατρακυλά το βράχο τον λειαίνει
ανήμερο θεριό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ