Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙ



                   
Μικροί μεγάλοι στο γιαλό στο ήρεμο το κύμα
το καλοκαίρι μας κερνά χαρές θαλασσινές
κι όποιος δεν χαίρεται πονά αλήθεια μα τι κρίμα
ετούτες τις βουτιές


φίλοι εσείς της θάλασσας γνωστά ψαρέματά μου
περίεργα στο δόλωμα ζητάτε λιχουδιές
ετοίμασα τα δίχτυα μου και τ’ άλλα σύνεργά μου
καλάμια πετονιές


ψαθάκι άσπρο μια σκιά σε βράχο γω καλάρω
μαλάγρα ρίχνω στο νερό τα ψάρια για να ‘ ρθουν
στο βάθος πλοίο χαιρετά μια κάπνα το φουγάρο
δυό γλάροι χαιρετούν


γαϊτα ετεμπέλιασε μου ξάπλωσε στην άμμο
ο ήλιος μου εστέγνωσε τα φύκια στο γιαλό
και το αλάτι άσπρισε σαν νυφικό σε γάμο
με σκέψη κολυμπώ


ψάρια χταπόδια αχινοί καβούρια αστερίες
φίλοι εσείς σε θάλασσα που πάντα αγαπώ
από μικρός εδιάβαζα βιβλία ιστορίες
σε μνήμες που κρατώ


το δόλωμα ξεχάστηκε και γω ονειροπόλος
το ψάρεμα απέτυχε δυό στίχοι στο μυαλό
τα ψάρια με ξεγέλασαν εβούλιαξε κι ο μόλος
και γω σας χαιρετώ


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ










































































Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ




                         

Με άμμο βάφεις πρόσωπο με φύκια τα μαλλιά σου
κοχύλια δυό τα μάτια σου γιατί να με κοιτάς
σκοτώνεις σκέψεις άδικα έλα στα συγκαλά σου
εσύ αν μ’αγαπάς

ο ήλιος άναψε φωτιές στεγνώνει το αλάτι
διαβάτης στο κορμάκι σου ο νους μου μοναχός
ξέρεις αφήνω τη φορά το άλλο μου κομμάτι
και γω ο ναυαγός

κόρη εσύ γεννήθηκες κόρη θε να πεθάνεις
η σιωπή σου βάλσαμο το θεατή κρατεί
σαν στήλη από μάρμαρο που θέλεις να τον κάνεις
μπροστά σου αν σταθεί

κάθε φορά που με κοιτάς μαντεύω μια σκέψη
το αυστηρό το ύφος σου εμέ ταλαιπωρεί
και συ φωνάζεις δυνατά ζωγράφος μου’ χει κλέψει
τη δόλια μου ψυχή

μα πάντα χάνω σαν βρεθώ μοντέλο που ποζάρει
στο ατελιέ σου στις μπογιές με κάνεις ό,τι θες
παίζεις παρτίδες μοναχές σαν ρίχνεις ένα ζάρι
να δεις κάποιες μορφές

το βλέμμα σου με ξάφνιασε κάτι ζητά δεν ξέρω
μαντεύω όμως τη φορά γιατί δεν σε κρατώ
κοντά μου μία συντροφιά σαν ταίρι να σε φέρω
σε τάφο στο γιαλό

και κει να σέχω σαν ψυχή λαμπάδα αναμμένη
στη νεκρική τη σιωπή στης λίμνης του νερού
κόρη εσύ όπου κρατάς  μ’ αρμύρα παστωμένη
μια έννοια καημού

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ















































Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Η ΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ


          
Λίμνη εσύ μια καλλονή που τρέχει ο λογισμός σου
ο έρωτας της πόλης σου σε κάνει να πονάς
μαΐστρος σαν εφύσηξε γλυκό το πρόσωπό σου  
και συ αλλού κοιτάς

κάμε τη σκέψη βάλσαμο το νόημα ταξίδι
λόγια ζωγράφων ποιητών ψαράδων μια ζωή
και το κορμί σου τ’ αρμυρό να μοιάζει με παιχνίδι
ποτέ να μη χαθεί

σκέψη δικιά σου δεν μιλεί ελεύθερα εκφράζει
κι ο τυχερός όπου κοιτά το νόημα κρυφά
βλέπει ορίζοντα γιαλό στο βάθος να χαράζει
αυτό που αγαπά

κρατάς τα μάτια σου κλειστά κι ο νους πάντα βρέχει
εικόνες άλλης εποχής που μείνανε βαθιά
κι ο θεατής να μη μπορεί να δει αυτό που τρέχει
και κει να σταματά

σκέψη πλασμένη με πηλό με φύκια με κοχύλια
δίνεις μορφή στην έκφραση την κάνεις καλλονή
βάφεις μ ‘αρμύρα μάγουλο και με πορφύρα χείλια
μ’ αλάτι το κορμί

και γω δειλός σαν εραστής που στέκει δίχως λέξη
να προσπαθώ να εκφραστώ με λέξεις του νερού
και να σου πω το σ' αγαπώ για τούτη δω την έλξη
τ’ απέραντου γιαλού
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ





































Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


Ο ΚΑΥΣΩΝΑΣ ( μπάνιο στην Τουρλίδα )

                                 

Η γλίνα εξεράθηκε τ’ αλάτι να ασπρίζει
η λίμνη εφουσκάλιασε ο γλάρος ξαπλωτός
και η Τουρλίδα γελαστή κρυφά πανηγυρίζει
σαν νέα κιβωτός

λίμνη ξαπλώνω στο κορμί στην άμμο ταξιδεύω
ακούω χτύπους του γιαλού ανάσα σου ζωής
χωρίς να θέλω άθελα το μέσα μου παιδεύω
ποτέ να μη χαθείς

ζωγράφε τρέξε για να δεις ο πίνακας φωνάζει
ομπρέλες χρώματα παιδιά ξαπλώστρες στη σειρά
το καβαλέτο στήσε το το θέμα σου αλλάζει
και συ σε μια σκιά

η λίμνη έπαψε να ζει η ζέστη μια θολούρα
το κύμα ξάπλωσε κι αυτό το φύκι δεν μιλά
πολύχρωμη ταξίδεψε κάποιου μικρού κουλούρα
στο έργο πινελιά

ζωγράφε πρόλαβε να δεις τα χρώματα αλλάζουν
τα θέματα ποζάρουνε σε χρόνο που κυλά
τα μακροβούτια κι απλωτές παιδιά μικρά φωνάζουν
κουλούρες αγκαλιά

και γω ο γέρος νοσταλγός εικόνες ξεχωρίζω
όπου θυμίζουν παιδικά παιχνίδια του νερού
τι ομορφιά το γύρισμα όταν στο πριν γυρίζω
και κει τσαλαβουτώ

ζωγράφε έλα να σου πω να ζωγραφίσεις σκέψη
κι αν θα μπορέσεις κάνε το να μοιάζει παρελθόν
αφού η ζέστη του γιαλού το είναι έχει κλέψει
και γω ένα παρόν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


























  

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ





       
Κόρη εσύ ποζάρισες το βλέμμα σου μιλάει
ζυμώνει σκέψη μα και νου μια σφίγγα αρμυρή
και ο ζωγράφος που μετρά το πρόσωπο ζητάει
να βρει την αντοχή


να τελειώσει πριν πνιγεί στο αρμυρό κορμί σου  
ο γρίφος σου περίεργος του κρύβεις τη γραφή
αλλάζει πόζα στη στιγμή η όμορφη μορφή σου    
γυναίκα ζηλευτή


το σκίτσο παίρνει μια μορφή χαμόγελο που λέει
ζωγράφε βάλε πινελιά να μοιάζω καλλονή
κι αν θέλεις κάμε ζωγραφιά γαΐτα όπου πλέει
σε θάλασσα ρηχή


το πρόσωπό μου κλίβανος το βάθος μου γιατρεύει
όποιος θνητός με χάιδεψε κρατά το γιατρικό
κι όποιος κορμί του έβρεξε με πάθος θα γυρεύει
αυτόνε ν’ αγαπώ


το έργο μένει ατέλειωτο τα χρώματα φευγάτα
ο καλλιτέχνης πέθανε δεν άντεξε θαρρώ
η πόζα άθελα ζητά τρελά να είν’ τα νιάτα
να στήσουνε χορό


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ  




Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

ΒΑΡΚΑΔΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ









   

Το χρώμα σου εθάμπωσε τη σκέψη και το βλέμμα
αρχόντισσα μου ήμερη ταξίδι του γιαλού
ο βούρκος σου με έκαψε σαν έχασα το τέρμα
πλανεύτρα του καημού

γαϊτα σαν εξάπλωσε στο λυγερό κορμί σου
εγλίστρησε στο όνειρο μια βόλτα με κουπί
στο φέγγος κοντραρίστηκε με τη γλυκιά μορφή σου
και γω στην κουπαστή

ο ήλιος σαν εφέγγισε το λυγερό κορμί σου
η βάρκα μου αμήχανα δεν ξέρει που σταθεί
κι ο γλάρος που επέταξε σου φώναξε για ντύσου
κορμί σου προκαλεί

μια βόλτα τούτη θα μου πει μικρέ γιατί σκαλίζεις
τις μνήμες κείνες του καημού που βούλιαξαν βαθιά
αν θέλεις μόνο κάνε το εσύ να πλατσουρίζεις
στα ήρεμα νερά

η βάρκα θέλει δύναμη και το κουπί λεβέντη
ψυχή μικρή που περπατά σ’ αρμύρα θα πονεί
στο τέλος βγαίνει στη στεριά με πόνο δακρυσμένη
βαρκάδα ακριβή

μα η βαρκάδα όνειρο πληρώνει δίχως τέλος
και η ζωή περίεργη τον πόνο προκαλεί
γνωστό το τέλος θα μου πει το αίμα απ’ το βέλος
πληρώνει τη πληγή

βαρκάδα δεν αρνήθηκε σεργιάνι στο νερό της
μια λίμνη αστροφέγγιτη συχνά και μοναχή
κι ο ποιητής ανήμπορος να γράψει τον καημό της
και μένει ορφανή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


 

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

ΕΝΑΣ ΥΠΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙ





                 

Μια λάμψη φως μέσα στο νου μια έμπνευση μεγάλη
αστροπελέκι χτύπησε εικόνες απ’ το χθες
στην αμμουδιά εξάπλωσα ο ύπνος μου μια ζάλη  
λόγια εσύ μη λες

κόκκινο χρώμα έλαμψε κι ο νους μου να ματώνει
μετρώ τριγύρω πρόσωπα σκιές όλες γνωστές
ένα σκοινί απέραντο περίεργα τεντώνει
δυο σκέψεις μου κρυφές

μπορεί το χθες να γίνεται στο σήμερα εικόνα
οράματα θαλασσινά στο πέλαγος βαθιά
το όνειρο ταξίδεψε καράβι με γοργόνα
αέρας στα πανιά

καρδιά χτυπάς ένα και δυο παλμούς που ξεφορτώνουν
στον ύπνο μου περίεργα φορτία καταγής
τα όνειρά σου κόκκινα τη θάλασσα ματώνουν
σαν ήρθα να με δεις

ο ύπνος μου ταξίδεψε πάλι κοντά σου ήρθε
σαν ξόβεργα εκόλλησες χωρίς να λυπηθείς
και μ’ έριξες στ’ απόνερα στο διάβα σου εκείθε
και φώναξες να ‘ ρθεις

μα το ταξίδι ύπνος μου η φαντασία γέννα
σαν άνοιξα τα μάτια μου χαμένος περπατώ
το βέλος σου με χτύπησε στο πόδι μα στη φτέρνα
και γω τώρα δεν ζω

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ   






































Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

ΠΕΡΙΕΡΓΟΣ ΑΝΘΟΣ

             

Δυό παπαρούνες φύτρωσαν στο βούρκο της αρμύρας
προσφέροντας το χρώμα τους σαν δώρο στη μορφή
μονότονης χρωματιστής με μπλε χρώμα πορφύρας
να γίνει γελαστή

παράξενα εγέλασε χωρίς να πει μια λέξη
σαν να΄λεγε το χρώμα σας σε κάμπο μόνο ανθεί
θα ξεραθεί από τ’ αλάτι μου όταν δροσιά θα βρέξει
και κει θα μαραθεί

μα δεν πειράζει λίμνη μας το δώρο δεν μετράει
χειρονομία ταίριασε σαν πινελιά κρυφής
το κύμα σου στο μπάτη σου να μοιάζει σαν γελάει
το φύκι σαν κρατείς

στολίδι κόκκινο αυτό κι αν θέλεις βάψε χείλη
και χτένισε τα φύκια σου μαλλιά σου κατσαρά
άσπρη κορδέλα στα μαλλιά μία μορφή τ’Απρίλη
να σ’ είχα αγκαλιά

λουλούδια του Αράκυνθου του φίλου σου καμάρι
δυό παπαρούνες κρέμασες σε στύλο του νερού
και γιόρτασε η γειτονιά ο βούρκος το ιβάρι
εικόνα συ καημού

ω! τι χαρά το χρώμα σου ξαφνιάζει τον διαβάτη
στέκει κοιτά μονολογεί χαϊδεύει το νερό
λίμνη εσύ που ξάπλωσες αμέριμνη χορτάτη
και γω θε ν’ απορώ
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ    

 

ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ ΜΟΥ

                         
Και συ που στέκεσαι εκεί και με κοιτάς μ’ αγάπη
μιλάς κρυφά τη γλώσσα σου στη τόση σιωπή
φιγούρα συ αξέχαστη μία ψυχή γεμάτη
περίεργη μορφή

δύο οι ρόδες σκελετός μιά σέλα με τιμόνι
ακτίνες οι συρμάτινες η σκάρα αδειανή
μια παρουσία στη γωνιά και συ μη με ‘’λησμόνει’’
και γω έχω ζωή

η συντροφιά σου φίλος μου οι βόλτες σου μαγεία
ποδήλατό μου ήρεμο ο μπάτης μια δροσιά
στο ίσιωμα της λίμνης μας κι οι δυό ισορροπία
Τουρλίδα  μας μπροστά

τώρα κι οι δυό γεράσαμε κρατάμε τις εικόνες
ο νους μας παίζει σινεμά ασπρόμαυρη μορφή
παλιά η τέχνη θα κρατεί ακόμα και αιώνες
παράταιρα θα ζει

μα η γραφή θε να το πει εκείνες οι εικόνες
αργά πηγαίναμε μαζί σχεδόν μοναχικοί
ζευγάρι άλλης εποχής σε δρόμους με κοτρώνες
μα πάντα γελαστοί

ο έρωτας εσκούριασε μα η καρδιά χτυπάει
δεν σε αγγίζω σαγαπώ καμάρι μου παλιό
οι ρόδες σου ξεφούσκωσαν μα το σασί κρατάει
σε έχω μπιμπελό

πόσες φορές σε κράτησα παιχνίδι σε φεγγάρι
το λιγοστό φωτάκι σου να παίζει σαν τρελό
και ο γιαλός απέραντος μες στη ξηρά φανάρι
να μοιάζει θυμιατό

μα τώρα μου παστώθηκες μ’ αρμύρα Μεσολόγγι
στενόχωρο χωρίς μιλιά αντίκα ζηλευτή
κάποιοι κοιτούν περίεργα μα όχι πάντα όλοι
το γέρικο κορμί   

ποδήλατο γυμνώθηκες η σάρκα σου αέρας
η σκέψη ξετυλίγεται σαν άσφαλτος μπροστά
οι ρόδες σου ακίνητες ρολάρισμα αιθέρας
τα μάτια σου κλειστά

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ