Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου





Η ΠΟΛΙΣ ΚΑΙ Η ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ






Ο μόλος είναι πέλαγος και ο γιαλός ο δρόμος
και στο κατώφλι του σπιτιού αράζουν δυο μορφές
δυο βλέμματα ακίνητα κι σκέψη ένας κόσμος
το σήμερα το χθες

μαΐστροςοι ανάσες σας του πέλαγους μορφές σας
δυό κύματα το χάδι σας εκεί στην ερημιά
καλλίγραμμα τα σώματα μαζί κι φορεσιές σας
δυό πρόσωπα γνωστά

νυχτοκολύμπι στα βαθιά πανσέληνος το βράδυ
αστροφεγγιά στη κάμαρα παράθυρ’ ανοιχτό
κι θάλασσα η ήρεμη το κύμα της σαν λάδι
στην άμμο σ 'αγαπώ

δύο κοχύλια στα ρηχά το σμάλτο να χρυσίζει
αν τα προσέξεις στάθηκες με μάτια ανοιχτά
συναίσθημα η σκέψις σου το νου σου πλημμυρίζει
να ήμουνα κοντά

κι ο καλλιτέχνης που κοιτά κι αυτός που ζωγραφίζει
στο πέλαγος ναυάγησε φωνή στο πουθενά
ξημέρωσε κι ακίνητος στην έμπνευση χαρίζει
δυό στίχους στην καρδιά

ΜΙΜΗΣ.Χ.ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


















Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




Η ΜΑΣΚΑ





Μουτσούνα ψεύτικη εσύ αλλάζεις χαραχτήρα
κρύβεις εκφράσεις βάσανα κερνάς μία χαρά
χωρίς γκριμάτσα πρόσωπο γκριμάτσα πάντα στείρα
μουτσούνα μια φορά

πότε σε τοίχο κρέμεσαι και πότε σε φοράνε
μία η μέρα ζωντανή το γέλιο με κρασί
σε γλέντι είσαι μια γιορτή σαν πίνουνε γλεντάνε
και συ δίχως ντροπή

στη πίστα συ πολύχρωμη με νότες να χορεύεις
γλεντάς ρυθμούς καρναβαλιού μια χάρτινη μορφή
μοιάζεις στα φώτα στους καπνούς κάτι σα να γυρεύεις
δεν έχεις πια ψυχή

και σαν τελειώσει η γιορτή και σβήσουνε τα φώτα
η φάτσα παίρνει νόημα χαμόγελο γλυκό
φωνή ανάσα έκφραση και με ρυθμό σαν πρώτα
η μάσκα παρελθόν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ  



Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


O MAΣΚΑΡΑΣ



                        

Μασκαράς εγώ θα γίνω και την μούρη μου θ΄αλλάξω
κ΄ό,τι βρω εγώ μπροστά μου, με την μιά θα το αρπάξω
πρώτα  πρώτα  θα ζητήσω, από όλους μιά βοήθεια
κι αν το κόλπο τούτο πιάσει , θα το κάνω και συνήθεια

όπως έχω καταλάβει , πρέπει να ‘σαι  μέγα  λέρα
να την βγάζεις συ ρε φίνα , καθαρή  όλη  τη  μέρα
προσπαθούσα γω  το ήθος , χαμηλά αυτό μη πέσει
και βρισκόμουν 'γω χαμένος , να μην  έχω  ούτε θέση

έτσι ξύπνησα στ΄αλήθεια κι ότι βρω εγώ βουτάω
τη σακούλα μου γεμίζω , να 'χω έστω για να φάω
το σοφίστηκα  ωραία , όμως το’ πανε απάτη
δεν μού είπανε  στ΄ αλήθεια , τι ορίζει ή αγάπη

κι αν εγέρασα ρε κόσμε  και δεν είδα  το σωστό
μάλλον βρίσκεται ετούτο , στο δικό μου το γραπτό
μού ζητάτε  νά΄ρθω τώρα , να’ χω ήθος να ‘ χω τάξη
θα΄ ερχόμουνα  στ’ αλήθεια , αν το έβλεπα στην  πράξη

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Η ΣΕΡΠΑΝΤΙΝΑ






Τρελή κορδέλα χρώματα κοτσίδα του ανέμου
χορεύεις άτυπο χορό με κέφι παρδαλό
πότε στολίζεις πρόσωπο  η τόξο του πολέμου
μπερδεύεις το χορό

κοτσίδα είσαι στο χαρτί στο ράφι ξεχασμένη
παίρνεις ζωή αν χρειαστεί πετάς στον ουρανό
η ομορφιά κυκλάκια σου σε τοίχο κρεμασμένη
ρολό μα ζωντανό

το κομφετί το ταίρι σου η μάσκα κολομπίνα
γελάς εσύ  κάθε φορά σαν βλέπεις μασκαρά
σαν σε πετάξουν γίνεσαι μικρή εσύ τουρμπίνα
πολύχρωμα φτερά

κι όταν το κέφι στο χορό αρχίζει να μην ξέρει
που σταματά τρελαίνεσαι σκορπάς το κομφετί
κουβάρι το εργόχειρο και συ δίχως το ταίρι
ζωή για μια στιγμή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ





















Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

ΤΟ ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΟ ΒΟΤΣΑΛΟ



  

Βαριά σκουριά το δέσιμο ζωνάρι σιδερένιο
μια αλυσίδα βάρυνε ανάσα μου βαριά
δυό βάσανα κληρονομιά μαντέμι σκουριασμένο  
και γω μες στην ξηρά

ζωγράφε τι μου φόρτωσες πως τόλμησες αλήθεια
το κολιέ ασήκωτο για σβήσ' το αν μπορείς
κάθε φορά ανάσα μου φωνάζω μια βοήθεια
πινέλο συ κρατείς

σε θάλασσα που σκούριασε τα βότσαλα αλλάζουν
τα σίδερα όλο σκουριές κι οι πέτρες καφετί
κι αλυσίδες άπιαστες τα βότσαλα φωλιάζουν
μια τύχη η ζωή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ































Η ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ


Τρελή που θέλεις να μου πεις δυό λόγια που διστάζεις
τα άνθη σου χρωμάτισες σε άκρη μοναχή
τον έρωτα που άνθισε μες στους αγρούς φωνάζεις
φωνή σου ακουστεί

του κάμπου κόρη ντύθηκες νεράιδα σε λιβάδι
τρέχεις μονάχη σαν τρελή τα χρώματα σκορπάς
λάμπεις σε φως που τύφλωσε σαν σπάνιο πετράδι
τον θαυμαστή πονάς

δένδρο εσύ μα βιαστικό τα άνθη σου προβάλλεις
μεθά το χρώμα στους αγρούς σινιάλο μιας καρδιάς
ένας χρησμός περίεργος εικόνα μίας ζάλης
και όμως συ μεθάς

στέκω αλάργα και κοιτώ φοβάμαι πλησιάσω

τα άνθη σου μυγιάγγιχτα τα χάδια δεν μετράνε
καμάρι συ καρδιάς κρυφής σε κάμπο περπατάς
τα φτερωτά σου έντομα στα άνθη σου βογγάνε
αν θέλεις μ’ αγαπάς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


































Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


Η ΣΚΕΨΗ ΕΝΟΣ ΒΟΤΣΑΛΟΥ


      

Κι αν θυμηθεί τον ήχο του δυό νότες του μαρμάρου
ο νους του εξεχάστηκε σε βότσαλου μορφή
χαμόγελο που πέτρωσε γκριμάτσα ενός χάρου
το σκίτσο μια γραφή

μάτια κλειστά, μάτια θολά, μια έκφραση που λέει
ζωγράφε βάνδαλε μικρέ δεν θέλω τη ξηρά
θέλω αρμύρας χάιδεμα βαρκούλα όπου πλέει
σεντόνια καθαρά

μου δίνετε ταυτότητα με κάνετε με σάρκα
παίρνω μορφή αλλιώτικη δεν μοιάζω όπως πριν
ξεχνιέμαι ολομόναχο μ’ αλλάζεται και μάρκα
αντίο το ‘’  ευ ζην ‘’

καλέ διαβάτη πάρε με χαρίζω ότι έχω
είμαι της φύσης όνειρο κομμάτι του γιαλού
μες στην ξηρά σαν έφθασα το κύμα μου δεν βλέπω
τριγύρω μου ζουλού

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
















































Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Η ΑΥΛΗ ΣΟΥ

                     

Στη γλάστρα τα λουλούδια σου χαρά εις την αυλή σου
μια ομορφιά τα χρώματα οι γλάστρες σου γελούν
πλημμύρισε η σκέψη σου σαν άνθος το κορμί
καμπάνες να χτυπούν

της άνοιξης χαμόγελα τα χρώματα γιορτάζουν
σε λίγο στο πλακόστρωτο χορός σε μια γιορτή
της φύσης σκέψεις στα κρυφά εκεί θα να χαράζουν  
και συ ένα παιδί

λουλούδια που μοσχοβολούν ανθοί όπου μυρίζουν
βουβή η γλώσσα τους θα πει φιλιά στη σιγαλιά
τον έρωτα με χρώματα στα βλέμματα χαρίζουν
το νόημα μιλιά

και σεις καημοί της μοναξιάς εικόνες θα ξυπνάτε
τα χρόνια όπου πέρασαν αθέλητα ξυπνούν
διαβάτες ολομόναχοι για πού αλήθεια πάτε
οι σκέψεις σας μιλούν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

ΜΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΞΗΡΑ ( αρχοντικό Γαλαξιδίου )


           

Αγάπες δυό δύο καρδιές μια μυστική αγάπη
δυό κύματα νανούρισμα ταξίδι μακρινό
το μπάρκο δίχως σχόλια  η σκέψη κάποιου ναύτη
μια κάρτα σαγαπώ

κι καρτ ποσταλ μεγένθυση μια συντροφιά παρέας
τ’ αρχοντικό να κουβαλά τις μνήμες  μιας ζωής
μια αγωνία τη φορά το γράμμα κάποιας νέας
ελπίδα να φανείς

χάρτες  διαβήτες  νούμερα πορείες δίχως τέλος
θηρίο το πλεούμενο παιχνίδι του καιρού
λιμάνι που καρφώθηκε στο χάρτη του με βέλος
ελπίδα γυρισμού

αρχοντικό περήφανο  δεσπόζεις σε πλατεία
σκέψεις εικόνες γέμισες καρδιά σου ναυτικού
πόσες ψυχές καρτερικά μετράνε αγωνία
κατώφλι γυρισμού

πολλές φορές εγιόρτασες χαμόγελα τραγούδια
πόσες φορές μια σιωπή ο ναύτης  μοναχός
αρχοντικό που ρίζωσες κλωνάρια σου λουλούδια
σε ξέρα ο γιαλός

κάθε φορά με νέα σου η γειτονιά ξυπνάει
ο ταχυδρόμος σαν χτυπά ραγίζει μια καρδιά
βαπόρι που εσφύριξε στο σπίτι του γυρνάει
το φως μια αγκαλιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ









































ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ





Βυθίσου σκέψη στα παλιά στου νου μου τα συντρίμμια
ζωή αθάνατη εσύ εικόνες σου κρατώ
πόσες φορές μετάνιωσα σαν ένιωσα τη γύμνια
τα χρόνια μου μετρώ

παλιό μου σπίτι σ’ αγαπώ παράξενη μαγεία
δυό βήματα στην άσφαλτο σε δρόμο πουθενά
κόσμος πολύς απρόσωπος μια δήθεν θεωρία
και γω σε μοναξιά

πότε θα’ ρθω για να σταθώ μπροστά σου να μαντέψω
χρησμό αθάνατο διαβώ κατώφλι σου μικρό
φαντάσματα στην ερημιά το σήμερα παντρέψω
το σάλιο μου πικρό

πόρτες παράθυρα κλειστά η λεύκα σου σκεπάζει
αόρατος ο φύλακας φωνές νυχτερινές
βρυκόλακας η σκέψη μου κάθε φορά φωνάζει
θυμίζοντας το χθες   

παλιό μου σπίτι στο χωριό μια ξόβεργα κολλάει
σε δόκανο επιάστηκα ανήμπορος θνητός
το παρελθόν αλάνθαστο στο χθες πάντα σε πάει
και γω τόσο μικρός

τροχέ ανάποδα γυρνάς η σάρκα μου ματώνει
τα χρώματά μου μαύρισες χτυπάς για να πονώ
στο σούρουπο το άκουσμα μνημόσυνο του γκιόνη
σπιτάκι μου παλιό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ