Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΕΡΑΣΤΗ



Ο εραστής δεν φτιάχνεται ο εραστής γεννιέται
και γω μωρέ γεννήθηκα σε ξέρα μοναχός
στην ερημιά της θάλασσας εκεί που συναντιέται
το δάκρυ κι ο καημός

στη λίμνη γω μεγάλωσα μ’ αρμύρα και κοχύλια
λερώθηκα με βούρκο της σαν πήρα το φιλί
μου στέγνωσε το πρόσωπο σχιστήκανε τα χείλια
σαν στέγνωσε ο ήλιος της το δόλιο μου κορμί

ερωτικά τα λόγια μου οι έννοιες μεγάλες
γρίφοι συχνά δυσνόητοι και λέξεις παλαβές
πόσες φορές δεν μέτρησα και της βροχής τις στάλες   
σε μέρες βροχερές

ο εραστής πληρώνεται με πόνους με θυσίες
και παραδίδει το κορμί ενέχυρο θα πει
να ξαργυρώσει τους καημούς σε κείνες τις μαγείες
της λίμνης η μορφή

τραυλίζω λόγια σαν μιλώ μια ταραχή μεγάλη
η αύρα της σαν μου μιλά με κάνει να κρατώ
σταλίκι χρυσοποίκιλτο ο εραστής με ζάλη
και γω παραπατώ

βαπτίζομαι μες στα νερά και παίρνω τ’ όνομά μου
η λίμνη μου - μου έδωσε τον τίτλο Εραστή
και γω στη πόλη έτρεξα και φώναξα καρδιά μου
η λέξη ν’ακουστεί

λίμνη εσύ με βάπτισες λίμνη εσύ με κλέβεις
και στην ποδιά σου τη πλατιά με κρύβεις τη φορά
και με κερνάς με λιχουδιές συνάμα και με παίζεις
σαν κείνα τα μωρά

και γω σου γράφω στίχους μου εσένα να τιμήσω
η πράξη σου αλάνθαστη η Νόνα η καλή
τον όρκο μου μα το θεό υπόσχομαι κρατήσω
ποτέ μη προδοθεί

θαλασσινός ο εραστής τραγούδι του ονείρου
μεθύσι η εικόνα σου και συ καλά κρατείς
ο ήχος σου στα πέρατα σημείο του απείρου
ποτέ μη μου χαθείς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


 





















 

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




Τρίτη 24 Απριλίου 2018

ΜΙΑ ΛΙΜΝΗ ΠΑΙΔΙ





Παιδί εσύ μια αγκαλιά δυό μάτια που μιλάνε
η ομορφιά σου παιδική κουρνιάζεις στην καρδιά
μια στάμπα είσαι μες στο νου οι μνήμες σου κρατάνε
σαν όρκοι τη φορά

ένα κορμάκι τόσο δα μια σκέψη με μαράζι
στιγμές εκείνες έγραψαν σελίδες μια ζωή
το παρελθόν κάθε φορά μέσα στο νου φωνάζει
ποτέ μη λησμονεί

πότε μου φεύγεις μακριά και πότε δεν κοιτάζεις
μοιάζεις γαϊτα με πανί που παίζει στον αφρό
στιγμές καινούργιες σίγουρα μ’ αγάπη ναι μου τάζεις
και γω να καρτερώ

μεγάλη τώρα στέκεσαι παρθένα μες στη σκέψη
πόθος εσύ αγιάτρευτος χαρίζεις αγκαλιές
και γω με στίχους τη φορά κερνώ πάντα με τέρψη
τις νύχτες τις θολές

περίεργη η σιωπή τα βήματα χαμένα
και γω σαν φάρος τη φορά να στέκω στη γωνιά
να φέγγω την αρμύρα σου χατίρι γω για σένα
Θεέ τη ομορφιά

χρόνια πολλά το παρελθόν το σήμερα θυμίζει
και γω γυρνώ ανάποδα το χρόνο για να ζω
χάδια και λόγια μες στο νου η σκέψη πλημμυρίζει
μικρό μου μενταγιόν

ΜΙΜΗΣ























ΚΑΙ ΓΩ ΝΑ ΣΩΠΑΙΝΩ





Θάλασσα κόσμου κύμα σου χάδι
χρώμα γαλάζιο λάμψη σου νάζι
άνεμος πέρα φως και σκοτάδι
λίμνη κοιμάσαι

χίλιες οι μπόρες πόσες οι ώρες
χίλιες ανάσες κάνεις κοιμάσαι
στέκω σωπαίνω βάρκα μου δένω
γέννα λεβέντρα πόσα παιδιά σου

θέλεις ν’ ακούσεις κλείσε τα μάτια
άκου δυό λόγια τώρα που κλαίω
θέλω στολίσω σέν’ αγαπήσω
πάλι πληρώσω όταν ξαπλώσω

πάνω στα φύκια πληγές τα σταλίκια
ιβάρια με τέχνη πελάδες ζαλάδες
φτερά σου οι γλάροι στην άκρη δυό φάροι
φανάρια σαν μάτια μια ξέρα αλάτια

και γω να σωπαίνω με οίστρο να μπαίνω
στο στίχο εκείνο μια πίκρα να πίνω
που ζω μακριά σου ζητώ αγκαλιά σου
και γω να σωπαίνω

αλάτι διαμάντι στο φως λαμπιρίζει
ο νους μου σαν μύλος ναι τώρα γυρίζει
σε χρόνια φευγάτα μιλάνε τα νιάτα
παιχνίδια με σένα ζητάς μια κουβέντα
και γω να σωπαίνω

πατρίδα σε κάνω κορνίζα σου βάνω
σε τοίχο κρεμάω εσένα κοιτάω
το έργο δικό μου διαβάτης του δρόμου
στην άκρη πετρώνω μα πάλι πληρώνω
εικόνες και σκέψεις στου νου μου το τραίνο
και γω να σωπαίνω

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


 

ΣΑΝ ΜΙΛΑ Η ΣΚΕΨΗ ΜΟΥ





Σαν σάλπιγγα τα λόγια σου ξυπνούνε και τι λίμνη
παίρνει αμπάρζα ο νοτιάς τη σκέψη μου ξυπνά
κι ο νους μου τούτη τη φορά ένας καημός θα κλείνει
σε τούτα τα νερά

μα φίλε κάτσε φρόνιμα και μη χτυπάς καμπάνες
ο ήχος τους ακούγεται σε χρόνια παιδικά
στους δρόμους εξεχύθηκαν εκείνες οι μανάδες
που γένναγαν μικρά

κι αν είμαι τώρα γω μικρός ο μάγος με τραντάζει
έχει ραβδί ναι μαγικό που φτιάχνει πετονιά
και που ψαρεύει στα ρηχά εκείνο το μαράζι
στη λίμνη τη πλατιά

τα λόγια σου οι σπάθες σου μια έξοδο χτυπάνε
θα κάνω γιούρια από δω κι ας είμαι μακριά
νέο ηρώων έφτιαξες ρωτώ μωρέ πως πάνε
να πάω στα στερνά

ξεκίνα γέρο προς τα κει εκεί όπου γυαλίζει
είναι η λίμνη σου θαρρείς ο τάφος σου υγρός
αν αγαπάς πάρε βουτιά εκεί που ανεμίζει
το φύκι στο γιαλό

και γω που έγραψα αυτά θα πάρω δυο καλάμια
ένα σταυρό θε να κρατώ να δείχνει τι και πιο
με σχέδια στα σάλτσινα πελώρια πλοκάμια
και τόξα στο σταυρό

ο ποιητής στο Ζάλογγο της λίμνης το καμάρι
είναι κοντά μου θε να πει τι τύχη περισσή
κι ένα πλωτό μισόφεγγο στον αύλακα φανάρι
να καίει ολονυχτίς    

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ















ΚΑΙ ΣΥ


Και συ ξαπλώστρα με νερό με βάρκες με κοχύλια
ένα γλαρόνι στ’ ανοιχτά ακίνητο κοιτά
μικρά παπιά να λούζονται να μοιάζουν με μαντήλια
εικόνα στην καρδιά

φύκια χρυσά στην αμμουδιά αχτένιστα στολίδια
γιρλάντα τα απόνερα μαλλιά σου κατσαρά
καλαμωτές τα χτένια σου κοχύλια σου παιχνίδια
είσαι μια ομορφιά

λίμνη γαλάζια φόρεσες χλαμύδα που φεγγίζει
με σκανδαλίζεις μάθε το αέρινο κορμί
μία χαρά πλημμύρισε το νου μου τον κεντρίζει
ταξίδι κι όπου βγει

ανταύγεια ο ορίζοντας θολώνει τη ματιά μου
ουράνιο φαινόμενο γαλάζιος ουρανός
ζαλίζεται παραπατά η δόλια αφεντιά μου
θεέ μου τι γιαλός      

μη της μιλάτε φίλοι μου ο λόγος περιττεύει
η φύση εζωγράφισε φαινόμενο τρελό
ανακατεύει έρωτες καημούς που σε παιδεύει
σ’ εκείνο τ’ αγαπώ

και συ πλανεύτρα λίμνη μου γαλάζιο τρεχαντήρι
μου χαρακώνεις το μυαλό με κάνεις να πονώ
ακόμα ναι μία φορά σου κάνω το χατίρι
να φθάσω μέχρι δω

υψώνει χέρια δυό ψηλά και σκύβει προς εσένα
ο ταπεινός σου εραστής γλυκά σου τραγουδά
δεν έφυγε ούτε στιγμή να πάει προς τα ξένα
σαν κάτι τον κρατά

θαλασσινή μου ξόβεργα καθρέφτης του ονείρου
σαν αρρωσταίνω στέκομαι μπροστά σου για να ζω
στοιχείο συ αμέτρητο σημείο του απείρου
εδώ θε να πνιγώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ















 

Παρασκευή 20 Απριλίου 2018

Η ΚΑΛΜΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ



Μια σιωπή ουράνια απέραντη γαλήνη
γεννά δυό σκέψεις στα μουγκά ταξίδι μοναξιάς
κι ο θαυμαστής ανήμπορος στην άκρη να τα πίνει
διαβάτη τι κοιτάς

κοιτώ εικόνες θαυμαστές τοπία ξεχασμένα
λόγια που γράφτηκαν εδώ στο βούρκο το νωπό
χτύποι καρδιάς που έμειναν σε μάτια δακρυσμένα
κρατιέμαι μη πνιγώ

νοτιά και συ σιώπησες σεβάστηκες τη κάλμα
σιγά - σιγά περπάτησες στο σάλτσινο κρυφά
καλμάρισες σαν κοίταξες στο πρόσωπο το κλάμα
αρμύρα πως ρουφά

και ο διαβάτης μπέρδεψε το βήμα του βαραίνει
το όνειρο που έβλεπε το κάνει θησαυρό
που να τον κρύψει σκέφτεται στην λίμνη τώρα μπαίνει
σαν παίζει το κρυφτό

λίμνη εσύ τον γέννησες λίμνη εσύ τον δέρνεις
τη σάρκα του τη μάτωσες κι αλλού καλέ κοιτάς
ότι παλιά τον κέρασες τώρα γλυκά τα παίρνεις
γιατί τον τυραννάς

και ο διαβάτης άφωνος το βότσαλό του ρίχνει
να σπάσει το τζαμένιο της το κρύσταλλο μια μιας
να σβήσει κείνα που’ μειναν ταυτότητα και ίχνη
αυτά που κουβαλάς

κι λίμνη του απάντησε με γρίφο της πυθίας
είσαι για πάντα εραστής το βλέπω στη ματιά
το τέλος μιας κατάληξης ονείρου συ πορείας
κουρνιάζεις συ σιμά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ