Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟ ΄΄40



 Αντρίκια χέρια γυναικών φορτία της αγάπης
πορεία μέσα στο βουνό κατάρες στον εχθρό
μαύρο μαντήλι στα μαλλιά το δρόμο σου μη χάσεις
κάποιος δικός σου πολεμά το χτύπημα δειλό

οπλίσου συ με φρόνημα του νέου η θυσία
η λιονταρίσια του καρδιά την κάνεις να κρατάς
περήφανη σε έκαμε ετούτη η πορεία
εφόδια με κίνδυνο στον ώμο κουβαλάς

το βήμα μοιάζει σκυθρωπό τα στόματα κλεισμένα
πολλές οι σκέψεις στο μυαλό κουράζουν το κορμί
κιβώτιο ασήκωτο τα πόδια σου πρησμένα
εφόδια στο μέτωπο στην πρώτη τη γραμμή

μια εκδρομή ένας χορός δυο βράχοι γκρεμισμένοι
ένα φορτίο μια ευχή καθρέφτης η ψυχή
κόποι πληγές αδήλωτοι γυναίκα στολισμένη
στολίδια του πολέμου της με θάρρος τα φορεί

χορός τριγύρω στήθηκε η μουσική σκοτώνει
δεν σταματά το παίξιμο ουρλιάζει το πουλί
μα η γιορτή συνέχεια δεν λέει να τελειώνει
τα βήματα αμέτρητα σε τούτη δω τη γη

κιβώτιο στον ώμο της το βάρος του παιχνίδι
ο σκελετός αδύναμος εφόδια κρατεί
το όριο της αντοχής με πείσμα το αγγίζει
για την πατρίδα θε να πει ποτέ μια κατοχή  

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ



ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ‘’ 1940 ‘’

 

Φορείο είν’ το μνήμα του αμίλητος πηγαίνει
βηματισμός ο πένθιμος δηλώνει συμφορά
ολόσωμο το σκέπασμα μια ματωμένη χλαίνη
φορείο κόκκινος σταυρός μια σφαίρα στη καρδιά

βουνοκορφή ματώθηκες κοκκίνισε το χώμα
ένα καντήλι άναψε μια φλόγα καταγής
το κοιμητήρι πρόχειρο χορτάριασε το στρώμα
τραγούδι θάνατος θα πει της πρώτης της γραμμής

το μονοπάτι δύσκολο αρβύλα λασπωμένη
ο ώμος εκουράστηκε πατρίδα του πονεί
η μνήμη εκαρφώθηκε στη χλαίνη τη βαμμένη
μνημόσυνο ασήκωτο ασάλευτο κορμί

το φέγγος εχαμήλωσε περίεργη θολούρα
οι ντουφεκιές εσίγασαν μια μάνα θα θρηνεί
κάποιος εκεί σκοτώθηκε ο πρώτος στην Κλεισούρα
μες στις καρδιές των φίλων του εκεί θε να θαφτεί

αγάπη αργοπόρησες κλειστό το γράμμα μένει
όλο χαρά τα γράμματα η μάνα σε γιορτή
μα η γραφή αν διαβαστεί που μένει κει κλεισμένη
το σύννεφο που μαύρισε θα κλάψει τη πομπή

μανίκι άδειο κρέμεται η χλαίνη σαν να κλαίει
αργά τα βήματα μετρούν τα βλέμματα βουβά
μια σάλπιγγα ακούγεται γνωστό τραγούδι λέει
ο ήχος της ασήκωτος σου σχίζει τη καρδιά

παράσημο ανώνυμο μια προσευχή σημαία
ο ήρωας σκοτώθηκε ιστός δίχως φωνή
ο τάφος μένει έρημος με τα βουνά παρέα
βουβό τ’ αηδόνι πέταξε σβηστό και το κερί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ




























   




Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

ΑΝΟΙΞΑ ΤΟ ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ







Άνοιξα το ένα φύλλο την εικόνα σου να δω
λίμνη συ όπου φλερτάρεις να σου πω το σ'αγαπώ
ομορφιά μου συ γαλάζια με διάφανο κορμί
μαγνητίζεις τη καρδιά μου σαν μου στέλνεις το φιλί

γράφω λέξη στο βουρκάρι να την κρύψω μη τη χάσω
στοχασμός κάθε φορά μου στο κορμί σου γω να φθάσω
την αρμύρα σου χαϊδέψω με αλάτι γω ασπρίσω
στα κρυφά μες στο σκοτάδι με γαϊτα θα γλιστρήσω

είδωλο μέσα στη σκέψη ταραχή μου κάθε βράδυ
μια ανταύγεια ζωγραφίζει το κορμί σου το φεγγάρι
άσπρο πέπλο Αλυκές  σου ένα χιόνι που δεν λιώνει
ένας γλάρος που πετάει στο παράθυρο ζυγώνει

ταχυδρόμος του αέρα δυό πελώριες φτερούγες
μια κραυγή το μήνυμά του το προδίδουν οι φιγούρες
δύο στάλες απ’ αρμύρα δεν κρατώ τα δάκρυά μου
το παράθυρο κοιτάω πόσοι χτύποι η καρδιά μου

θε ν’ ανοίξω τ’άλλο φύλλο να φωνάξω να ξυπνήσω
ν’ ανταρέψω τη γαλήνη βοτσαλάκι να σου ρίξω
για να κάνω δυό κυκλάκια να γελάσεις να κοιτάξεις
το παράθυρο που στέκω σαγαπώ να μου φωνάξεις


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

ΤΟ ΦΤΩΧΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

   
                       
Γυμνές πατούσες πέλματα σχολείο που κουράζει
νοήματα εφήμερα στομάχια που πεινούν
τα βλέμματα στο δάσκαλο μία ματιά με χάζι
βιβλίο δεν κρατούν

λόγια δασκάλου διάβασμα η πείνα να τα σβήνει
θρανίο πρόχειρο μορφής το πάτωμα μιλά
χωρίς βιβλίο μάθημα μα ούτε και κονδύλι
η στάση μαρτυρά

φτώχεια σκληρή γιατί κερνάς μια καραμέλα πόνου
μικρά παιδιά το μέλλον μας ζωή που δεν γελάς
καθυστερείς το διάβασμα το μάθημα του χρόνου
πατρίδα πως πονάς

πεζόδρομος ξυπόλητος ένα γιατί φωνάζει
ημέρα γίνεται θολή το μέλλον δεν μιλεί
κι ο δήμιος ασύστολα ναι τον ανθό να σφάζει
χωρίς να μας πονεί

σχολειό που πας μονάχο σου πιο είν’ το ριζικό σου
η φτώχεια σου αγνώριστη κηλίδα στη ζωή
άνθρωπε κάμε στίχο σου μήπως και δεις καλό σου
και γράψε μια φωνή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ








Τα βότσαλα του Μίμη





Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

ΛΟΓΙΑ ΒΟΤΣΑΛΟΥ




Και συ μικρέ που με κοιτάς παράξενη η σκέψη
ζητάς τη θάλασσα να δεις κρατάς μια σιωπή
ζωγράφε το μολύβι σου το είναι μου θα κλέψει
αλήθεια τι ντροπή

ζωγράφε το ταλέντο σου βασάνισε τη φύση
μου στέρησες τη θάλασσα  χωρίς νάχω φωνή
κι ο θαυμαστής σου μπόρεσε εσέ χειροκροτήσει
μουτζούρα η μορφή

αν θέλεις το πορτρέτο μου αλήθεια να μου κάνεις
έλα εκεί που κατοικώ που παίζω στο γιαλό
κι αν θέλεις χειροκρότημα και χρώματα να βάνεις
και γω να σου γελώ

η φύση αντιγράφεται με σκέψη με ταξίδι
κι ο θαυμαστής σου γίνεται αμέσως σαν παιδί
τα χρώματα  τα σχέδια τα κάνω γω κοχύλι
σε θάλασσα ρηχή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Τα βότσαλα του Μίμη



ΤΑ ΒΟΤΣΑΛΑ ΤΟΥ ΜΙΜΗ






Της θάλασσας συμπλήρωμα της αμμουδιάς παιχνίδι
πότε υγρά πότε στεγνά καρφίτσες του γιαλού
ζωγράφου πένα σκάλισε το ψεύτικο στολίδι
βιτρίνας θαυμασμού

βότσαλο συ εντύθηκες με χρώματα της φύσης
μα έγινες το άψυχο κοτρόνι της ξηράς
και σ’ έκαναν χωρίς να θες σαν μπιμπελό να ζήσεις
χωρίς να μας μιλάς

το κύμα δεν ακούγεται μια ησυχία πέρα
και συ μετράς το χρόνο σου το είναι σου κρυφά  
χωρίς αρμύρα ο γιαλός σκοτάδι σου η μέρα
μαΐστρος δεν φυσά

ένα και δυο όλα σειρά παρέλαση βιτρίνας
στρατιωτάκια πέτρινα συντρίμμια του γιαλού
στην ίδια θέση στέκεστε μιας άφωνης σειρήνας
με βλέμματα καημού   

πετρούλα συ παράξενη πολύχρωμο στολίδι
μασκαρεμένο μπιμπελό αφύσικο  μικρό
η τεχνική σε  έκαμε να μοιάζεις με κοχύλι
στεγνό από νερό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ