Με άμμο βάφεις πρόσωπο με φύκια τα μαλλιά σου
κοχύλια δυό τα μάτια σου γιατί να με κοιτάς
σκοτώνεις σκέψεις άδικα έλα στα συγκαλά σου
εσύ αν μ’αγαπάς
ο ήλιος άναψε φωτιές στεγνώνει το αλάτι
διαβάτης στο κορμάκι σου ο νους μου μοναχός
ξέρεις αφήνω τη φορά το άλλο μου κομμάτι
και γω ο ναυαγός
κόρη εσύ γεννήθηκες κόρη θε να πεθάνεις
η σιωπή σου βάλσαμο το θεατή κρατεί
σαν στήλη από μάρμαρο που θέλεις να τον κάνεις
μπροστά σου αν σταθεί
κάθε φορά που με κοιτάς μαντεύω μια σκέψη
το αυστηρό το ύφος σου εμέ ταλαιπωρεί
και συ φωνάζεις δυνατά ζωγράφος μου’ χει κλέψει
τη δόλια μου ψυχή
μα πάντα χάνω σαν βρεθώ μοντέλο που ποζάρει
στο ατελιέ σου στις μπογιές με κάνεις ό,τι θες
παίζεις παρτίδες μοναχές σαν ρίχνεις ένα ζάρι
να δεις κάποιες μορφές
το βλέμμα σου με ξάφνιασε κάτι ζητά δεν ξέρω
μαντεύω όμως τη φορά γιατί δεν σε κρατώ
κοντά μου μία συντροφιά σαν ταίρι να σε φέρω
σε τάφο στο γιαλό
και κει να σέχω σαν ψυχή λαμπάδα αναμμένη
στη νεκρική τη σιωπή στης λίμνης του νερού
κόρη εσύ όπου κρατάς μ’ αρμύρα παστωμένη
μια έννοια καημού
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου