Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ο ΓΕΡΟΣ







            Μεσάνυχτα  στην κάμαρα πως πέρασε η ώρα
διαβάζοντας  στο κάθισμα  ταξίδια με το νου
σκυμμένος  μες στο κείμενο εξέχασε τη μπόρα
γεράματα τα χρόνια του  εικόνες του μυαλού

Tο πρόσωπο ρυτίδωσε εχάθη η φρεσκάδα
τα μάτια του εθόλωσαν  η κάμαρα κελί
μία φωνή τρεμάμενη στη χάση η λιακάδα
ζωή πολύ τον κούρασες το χθες αναπολεί.

Βασανισμένε γέροντα μικρό μου ανθρωπάκι
τα βάσανα σε γέρασαν χωρίς μια συντροφιά
τα δάκρυα σου τρέχουνε στο πάτωμα ρυάκι
πληρώνεις τώρα  μόνος σου αυτή την ερημιά

Στης φυλακής την κάμαρα τα σίδερα πληγώνουν
η μοναξιά σε κούρασε ο κύκλος της ζωής
τ’ αδύνατα τα πόδια σου στη ερημιά παγώνουν
τα χρόνια σου περάσανε και τι να θυμηθείς

Σέρνεις τη μνήμη σου παντού κατάρα ερειπωμένη
κρύβεις το δάκρυ μάταια κι ακόμα αν γελάς
μέσα στο βάθος της ψυχής ζωή βασανισμένη
ίσως τον θάνατο εσύ  ακόμα ξεγελάς


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΣΙΩΠΗ


Μια προσμονή χρώμα βαθύ μουτζούρα στο χαρτόνι
σκιά εσύ δεν φαίνεσαι λυχνάρι μια σταλιά
ελπίδα που βασάνισε το βλέπω να παγώνει
εικόνα αγκαλιά

χόρτα ξερά ήλιος σου κλωνάρι ξεραμένο
στεγνό πηγάδι μίλησε η δίψα μου κρατεί
πουλί που κούρνιασε εκεί δηλώνει ξεχασμένο
φωνή η σιωπή

σκέψη ξανά απ’ την αρχή σελίδα μου γραμμένη
χτύπος καρδιάς όπου μετρά ρυθμούς κάθε φορά
μια σιωπή στη σκέψη μου μέσα στο νου κρυμμένη
σελίδες μου μετρά

στίχος σκιά διαβάζεται μελάνι δεν λερώνει
μουτζούρα με το χέρι μου δυο γράμματα κρατάς
η πρόταση επρόδωσε το νόημα δηλώνει
αγάπη μιας καρδιάς

μια σιωπή το όνειρο μια συννεφιά μαγεία
πότε βροχή πότε φιλί ομπρέλα ανοιχτή
το θέμα μόνο του γεννά μα το θεό σοφία
σιγά μη ξεχαστεί

κι σιωπή που μαρτυρά τα άγραφα βιβλία
μια θάλασσα ο πειρασμός αρμύρα στο κορμί
και συ μονάχη ξαπλωτή σε κάποια παραλία
ζητάς ένα φιλί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ







Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

ΑΘΑΝΑΤΑ ΓΡΑΠΤΑ







           

Μέσα σε σκέψεις και χαρτιά εκεί εγώ θα ψάξω
θ’ανακατέψω τα γραπτά λυχνάρι μου το φως
όρκους και λόγια που’γραψα ξανά θε να κοιτάξω
να γίνω πιο σοφός

Θαμπές εικόνες λιώσατε στου χρόνου το συρτάρι
στιγμές που πόνεσα εγώ κειμήλια χρυσά
κομμάτια που ξεχώρισαν σαν μουσικής δοξάρι   
αθάνατα γραπτά

παλιά ζωή χρυσόδετη κορδέλα συ δεμένη
βαριά γραπτά ασήκωτα σελίδες μυστικές
στιγμές καλές στιγμές κακές ουσία πονεμένη
θυμίζουνε το χθες

γραπτά που γράφτηκαν κρυφά θα μένουνε κριμένα
θα διαβαστούν κάποια στιγμή του τάφου σιωπή
λόγια σοφά μια συντροφιά με δέρμα πια δεμένα
ο χρόνος θα τα βρει

λέξεις εικόνες όνειρα ανάσες αγωνία
φτώχια και πλούτος παν μαζί αλλάζουνε μορφή
μπερδεύουνε εμφάνιση γραπτό παραφωνία
φαλτσάρει η γραφή

αθάνατα πως μείνατε χωρίς να σας διαβάσουν
χωρίς μιλιά εζούσατε ανάσα σας θαμπή
κρυφτήκατε χωρίς φωνή ο κίνδυνος βιάσουν
με την καταστροφή

θα σας κρατήσω μια ζωή μέχρι να λειώσει η σάρκα
απ’ την αρχή θε να διαβώ με νόημα τρανό
το δρόμο κείνο που πονά μέσα στο νου η τσάρκα
βιβλίο μου παλιό

και ο εκδότης που μιλά μια προίκα σας αφήνει
παράδειγμα το γράψιμο ουσία η ζωή
κι ο αναγνώστης αν μπορεί το θέμα μου ας κρίνει
ελεύθερο κλουβί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ ΜΟΥ



   


Δυο μάτια νυχτολούλουδα δυο μάτια σαν φεγγάρια
ματόκλαδα που κλείνουνε σε ήρεμους γιαλούς
ο στοχασμός ταξιδευτής σε θάλασσες σφουγγάρια
το γάβγισμα ακούς

Εικόνες άυλες στο νου μπροστά μου ξεπηδάνε
υφαίνουν όμορφες στιγμές στου νου τον αργαλειό
απρόσκλητες εικόνες του εμένανε κερνάνε
το δάκρυ μου φτωχό

Το χέρι σαν ακούμπαγα τα μάτια του μιλούσαν
ένας δεσμός αδήλωτος το τρέμουλο φρικτό
τα χάδια μου με νόημα στο σκύλο μου μιλούσαν
ταξίδι μακρινό

Ο ήλιος γέρνει στα στερνά σιγά-σιγά νυχτώνει
ποτήρι ξέχειλο θα πιω του πόνου τη γουλιά
εκστατικός εστάθηκα λουλούδι που ματώνει
και γω χωρίς μιλιά

Μια μουσική ακούγεται στερεύει το ποτάμι
και οι φωνές εσώπασαν χαμήλωσε το φως
και το πουλί που φάνηκε φιγούρα εις το τζάμι
καημός που’ ναι κρυφός

Και μένω μόνος και κοιτώ και κλείνω την κουρτίνα
κρατώ εικόνες στο μυαλό το δίκανο βουβό
το μοιρολόι ξέσπασε στο βάζο μου δυο κρίνα
τη λύπη μου θα πιω

Στολίζω σκέψη μα και νου στολίζω μια πορεία
στο διάβα μου φαντάσματα μοναδικές στιγμές
εικόνες σκέψεις και φωνές δική μου ιστορία
στιγμές πάλι του χθες



ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Η ΑΝΤΟΧΗ

Μικρός ο πόνος στο κορμί ασάλευτη τρεμούλα
δάκρυ κρυφό στο γόνατο η αντοχή σκληρή
μικρή γυναίκα ζηλευτή μα στην ουσία δούλα
ανίκανη πονεί

μια μουσική επίμονη τριζόνι στο μυαλό σου
τρυπάει τον εγκέφαλο στα τάρταρα σε ζει
στερεύει το μελάνι σου στεγνώνει το στυλό σου
λευκό και το χαρτί

η αντοχή με όρια κορμί που δεν κρατάει
δυο κάρβουνα που άναψαν δεν λένε να σβηστούν
κι ο δρόμος που χαράχτηκε δεν ξέρει που το πάει
δυο κόκαλα πονούν

σύννεφο σκούρο μαύρισες ακόμα δύο χτύποι
δύο καρφιά στη σάρκα σου σταυρός και το κορμί
νυχτερινή ξεκούραση θλιμμένο καρδιοχτύπι
θα σε βρει το πρωί   

Ίσκιος εσύ που γίνεσαι μια σάρκα που πονάει
μεταξοφτέρουγη ψυχή το πέταγμα κουτσό
κάποια στιγμή που τόλμημα η αντοχή κλωτσάει
στο λέω δεν κρατώ

κι ο ποιητής με τη γραφή που στίχους μόνο ξέρει
το λογοπαίγνιο κρατεί τι όμορφη γραφή
ξεχνά το πόνο που υμνεί ο άλλος υποφέρει
συχνά αυτοκτονεί

τραγούδα πόνε το σκοπό με κούρασες στο λέω
η αντοχή στο όριο θα σπάσουν τα δεσμά
και στα κρυφά μα το θεό μη με κοιτάς που κλαίω
το σώμα δεν κρατά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ












ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ






                

Παράθυρο με σίδερα και πόρτα μ’ένα φύλλο
μνήμες εικόνες φύγανε φοβήθηκαν μαθές
το σήμερα ερήμωσε αναζητώ το φίλο
που παίζαμε προχθές

διαβάτης σαν επέρασε εστάθηκε για λίγο
ξαφνιάστηκε επόνεσε με έκσταση η ματιά
και φώναξε καλύτερα εγώ μωρέ να φύγω
ανάσα του γροθιά   

φαντάσματα το σκότος σου η ανοιχτή σου πόρτα
εικόνα που ξεθώριασε εσκούριασε θαρρώ
τη μνήμη σου που σέβεσαι αν θέλεις τώρα ρώτα
και κάνε το σταυρό

μοίρα που γράφεις τα γραφτά το μέλλον το σκεπάζεις
πικρή γαλήνη κέρασες ζωή να τόση δα
στη μοναξιά μα το θεό υπομονή του τάζεις
αν κάποιος σε ρωτά

διαβάτη συ μη στέκεσαι σε τούτα τα λημέρια
φαντάσματα τα πρόσωπα λουλούδια του ξερά
και μάταιη προσπάθεια να πιάσεις κάποια χέρια
που είναι πια νεκρά

μικρός ο φίλος κάποτε μικρό και το παιχνίδι
χρόνια παλιά χρωματιστά κουλούρι δυο λεπτά
παράσταση που έσβησε επάνω στο σανίδι
ποτέ της δεν γυρνά

λυχνάρι τώρα άναψε μια προσευχή μια χάρη
να γύριζε η εποχή εκείνη μια στιγμή
με τίμημα το θάνατο ένα κορμί να πάρει
ωραία πληρωμή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ




              
Πού πας διαβάτη μοναχός σαν την αρρώστια πέρα
μια φτώχεια όπου φαίνεται πατρίδα μοναχή
ανώμαλο το έδαφος απέραντη μια ξέρα
και τ’ όνομα φτωχή

κλειστά παντζούρια άφεγγα οι κάτοικοι φευγάτοι
μια διψασμένη αγκαλιά πουλιά δεν κελαηδούν
στα κεραμίδια έμειναν δυο ξεχασμένοι γάτοι
κι αυτοί όλο πεινούν

στο πείσμα της σκληρής ζωής μια κόντρα επιμένει
ένας σκοπός μια φύλαξη νεκρή η σιωπή
μια σκέψη κάποιου θεατή στη ζωγραφιά δεμένη
ποτέ δεν θα σου πει

σπίτια μικρά στο πίνακα και ο ζωγράφος ψέμα
αναλογίες άσχετες με νόημα τρελό
αν θέλεις κοιτά το και συ σαν το δικό μου βλέμμα
να δεις κάποιο σκοπό

κι αν θέλεις στάσου δυο λεπτά χωρίς ν’ ακούς τον ήχο
πλάσε δική σου μουσική με νότες στο χαρτί
και διάβασε με νόημα και το δικό μου στίχο
ταξίδι κι όπου βγει

φτωχή γωνιά τι κουβαλάς ερήμωσες το βλέπω
ηλιοβασίλεμα φτωχό χλωμή κι συννεφιά
γυρίζω πίσω στα παλιά και με μανία τρέχω
να δω μια συντροφιά

εικόνες που ξεχάστηκαν κολλήσανε στη σάρκα
σαν τατουάζ ποζάρουνε και άσβηστες μιλούν
κάθε φορά ξεφεύγουνε και κάνουνε μια τσάρκα
που όμορφα πονούν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ





                                            
                               

Άσπρο χαρτί πένα λεπτή μια σκέψη βασανίζει
στίχος φυτρώνει στο μυαλό εικόνα πια θαμπή
η δύναμη της ποίησης μια ηδονή χαρίζει
κρυφά μονολογεί

μένει δειλός ο ποιητής ο στίχος να δηλώνει
λόγια που μένουν στο χαρτί ατέλειωτα γραπτά
πόσες φορές η έκφραση στο νου σου δεν παγώνει
για δυο μόνο λεπτά

κι άλλες φορές ο έρωτας δειλό να φτιάχνει άντρα
που δείχνει θάρρος στο χαρτί και λίγος στη φωνή
ένα εμπόδιο μικρό της φαντασίας μάντρα
σαν φράχτης στην ψυχή

θα γράψω ποίημα καρδιάς για κάποια που με ξέρει
σαν σήμαντρο της εκκλησιάς οι λέξεις θ’ ακουστούν
κι έρωτας που θα καεί σαν κείνο τ’ αγιοκέρι
δυο χείλη πως φιλούν

χέρι που τρέμει στα κρυφά αλήθειες μόνο γράφει
λέξεις καρδιάς χαρμόσυνες με έννοιες πολλές
κι αν κάποια του φορά σ’ εμπόδιο σκοντάφτει
είναι χίλιες ντροπές

το γράψιμο διέξοδος κελί χωρίς το σύρμα
μια φυλακή η έννοια το βάσανο να βγει
τσουνάμι και η πρόταση ανόητο το βήμα
παράνομα μιλεί

η ποίηση σωσίβιο ναυάγιο που πληρώνεις
ανακατεύεις σκέψεις σου απόρρητα γραπτά
και στο βοριά μονάχος σου εκεί εσύ παγώνεις
με κέρδη λιγοστά  

το γράψιμο η σάρκα σου η πένα το μαχαίρι
και η πληγή η έννοια το αίμα να κυλά
κι λέξεις που σκορπίσανε εγέμισαν πανέρι
τεχνητού υλικά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ