Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Η ΦΥΓΗ


                     
Αν περπατήσεις σε βουνό στάσου να ξαποστάσεις
στάσου να πιείς νερό σε μέρος δροσερό
σε μοναστήρι άναψε καντήλι αφού φτάσεις
και κάνε συ σταυρό

διαβάτης γίνε του βουνού δυο βήματα μονάχος
προσκυνητής στο είναι σου ζητάς το λογισμό
ανάσα στον ανήφορο φυσάς σαν ταυρομάχος
θυσία σε βωμό

ψάχνεις να βρεις το λυτρωμό την αμαρτία σβήσεις
η σκέψη σου εβάρυνε ξεφόρτωμα ζητάς
και στο βουνό που περπατάς τη σκέψη μη κρατήσεις
και γίνε βασιλιάς

παίξε φλογέρα ξύλινη ο ήχος σου παρέα
τη μοναξιά μου κάμε την λουλούδι του βουνού
και φτιάξε συ τη μέρα μου να φαίνεται ωραία
ξεκούραση κορμιού

τη πόλη την εξέχασα κι η νύχτα είναι μέρα
το φως με λούζει άπλετα παρέα τα πουλιά
πρασίνισε ο τόπος μου ζωντάνεψε κι ξέρα
και γω χωρίς μιλιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΜΟΥ ΜΙΛΑ

                                                         Η Τουρλίδα
              
         

Βαθιά το βλέμμα μάντεψε τον έρωτα που δύει
νερό ασάλευτο θα πει με φως αστροφεγγιά
μια σκέψη κείνη η παλιά πάντα μου φέρνει ρίγη
μπροστά στην ερημιά

ξένε εσύ αυλάκωσε το νου σου με εικόνες
γουλιά – γουλιά κατάπινε τις όμορφες στιγμές
με φόντο τις γαϊτες σου στην ερημιά τους μόνες
ξεθάβοντας το χθες

καημός το ήρεμο νερό καημός το παραγάδι
αγκίστρι είσαι τη φορά το δόλωμα παστό
τ’αλάτι σου γλυκό θα πει αστράφτει σαν πετράδι
σε ήρεμο γιαλό

γλαρόνι που εξάπλωσε με φύκια μαξιλάρι
μια ζεστασιά το κούρνιασμα η δύση ζωγραφιά
στέκει πιο κει αμίλητο το γέρικο πριάρι
τα μάτια του κλειστά

θα περπατήσω στο νερό κυκλάκια για να κάνω
στην άκρη κει θε να σταθώ κοιτώντας το βυθό
και θα συνθέσω μουσική δυο νότες εις το πιάνο
τραγούδι αρμυρό

στέκω ανήμπορος κοιτώ μιλώ στα περασμένα
χρόνια που πέρασαν θαρρώ σαν τώρα μου μιλούν
τα παιδικά μου όνειρα που μείνανε γραμμένα
μπροστά μου με πονούν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΣΤΙΓΜΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ







                     
Στιγμές ονείρων παιδικές μορφές που ’ναι φευγάτες
τυραννικές οι σκέψεις μου συνθέτουν μια μορφή
μικρά παιδιά της κατοχής να παίζουνε τους ναύτες
σε θάλασσα ρηχή

λίμνη πλανεύτρα φάντασμα που είναι η καρδιά σου
γεννάς λαχτάρες τη φορά σαν δίπλα περπατώ
κερνάω δώρα σαν κρατώ το κρύο ομοίωμά σου
τι άλλο να σου πω

γράφω βιβλίο όμορφο σελίδες πουν για σένα
βάζω λιθάρι πέτρινο και γω για τον βωμό
που μαρτυρά το ήθος σου που μοιάζεις σαν παρθένα
σε βράχο ιερό

οι στίχοι μου τα κύματα νανούρισμα στην άμμο
ο άνεμος το χάδι σου μια μνήμη που κρατά
ένας χορός μια αγκαλιά με βήματα του τάνγκο
με πάει μακριά

Κι αν φαίνεσαι αστόλιστη κι αν είσαι λυπημένη
η σιωπή σου μάλαμα ξεπλένει τους καημούς
λίμνη εσύ μια συντροφιά σε πόλη ευλογημένη
τους ψίθυρους ακούς

κρατώ νερό στη χούφτα μου σαν μύρο το ραντίζω
του καντηλιού θαμπάδα σου εικόνα μου θολή
κάθε φορά που συναντώ το πλάτος σου δακρύζω
Θεέ τι σιωπή

του γλάρου το φτερούγισμα μια πινελιά ζωγράφου
το έργο στέκει μοναχό μες στη ψυχή μιλά
λευκό μαλλί σαν στόλισμα εικόνα του κροτάφου
καημός που δεν περνά

γαϊτα μεσοπέλαγα μια γιατρειά αρρώστου
φεγγάρι που χτενίζεται καθρέφτης το νερό
του ποιητή το κείμενο το δάκρυ του αγνώστου
στεφάνι ιερό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΛΩΣΣΟΠΟΥΛΟ




         


Μικρό κλωσσόπουλο εσύ η ομορφιά κυρά σου
σεργιάνι πρώτο βάδισμα ανέμελη ζωή
αβέβαιο το μέλλον σου μακάβρια σειρά σου
το κρέας συνταγή


το χνούδι σου το κίτρινο μορφή σου για αγάπη
αθώο σου το βλέμμα σου κρατά μια χαραυγή
κι όμως η συνέχεια της μοίρας αυταπάτη
το τέλος σου σφαγή


μεζές εσύ μα τι κακό οι μέρες σου μετράνε
το κέρδος είν’ η μοίρα σου σε πιάτο θα βρεθείς
τι αδικία φίλε μου εσένα για να φάνε
δίχως ερωτηθείς

απ’ το κοτέτσι πέταξε και στην αυλή σεργιάνι
σουλάτσο συ ανέμελο παιχνίδι με κρυφτό
και φώναξε το σφάξιμο για μένα τώρα φτάνει
αφήστε με να ζω


κλωσσόπουλο μικρό εσύ έλα αν θες κοντά μου
να μεγαλώσεις στην αυλή παιχνίδια με ψυχή
να σου μιλώ κάθε πρωί τα χάδια στη ποδιά μου
ταξίδι κι όπου βγει

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

ΜΙΚΡΟ ΠΟΥΛΙ












                             
Μικρό πουλί μικρό κορμί στο δέντρο σου καρτέρι
χωρίς μιλιά με μια ματιά τι άραγε να θες
μήπως ζητάς εσύ να βρεις εκείνο σου το ταίρι
να χτίσεις τις φωλιές

είσαι μονάχο στο δεντρί με βλέμμα που μιλάει
προδίδει πρόθεση κρυφή τη συντροφιά να δει
κορμί που κούρνιασε θα πει χωρίς να μου πετάει
τα χρώματα φορεί

της φύσης το ζευγάρωμα μια παντρειά γεννάει
κάνει φωλιά μια αγκαλιά μια φλόγα που μεθά
ψηλά στο κλώνο ομορφιά συναίσθημα πετάει
και συ μια ζωγραφιά

μικρό πουλί σε ζήλεψα σαν σκέφτηκα εσένα
τη ξεγνοιασιά σου  λαχταρώ επάνω στο δεντρί
να δω τον κόσμο από ψηλά να γράψω με τηn πένα
δυο λόγια στο χαρτί

κόσμε ανέβα στο κλαδί χαιρέτα τον αγέρα
πάρε ανάσα δροσερή να δεις ποια η ζωή
δώσε μορφή με χρώματα στη δόλια σου ημέρα
και βγάλε μια φωνή     

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015










Και συ μιλάς στη μοναξιά στον τοίχο ξεχασμένη
πόρτα παλιά μου σφράγισες αγάπη και καημό
παρηγοριά η σκέψη σου γυναίκα συ κλεισμένη
κρεμάς με χάρη στο λαιμό κοχύλια μενταγιόν

Με πόνο συ μου πάστωσες τα μυστικά που είχες
το βλέμμα σου πολλές φορές με λύπη με χαρά
αντίκρισε στη γειτονιά και ψέματα κι αλήθειες
πόρτα παλιά το ταίρι σου ο σύρτης τώρα πια

Ήταν η λίμνη φίλη σου σαν έσβηνε το δείλι
και συ δειλά μου άνοιγες τα φύλλα σου κρυφά
πόσες φορές δεν κούνησες το άσπρο σου μαντίλι
ερωτικό χαιρέτισμα σε κάποιο νε ψαρά

Πόσες φορές δεν έκρυψες ψυχές στα σωθικά σου
το φυλαχτό το κράτησες πολύτιμο σταυρό
κι άλλες φορές δεν χάρισες σε κόρη τα προικιά σου
ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στον γαμπρό

Μια θάλασσα στα πόδια σου τι τάχα να γυρεύει
μήπως να θέλει χάδια σου να πάρει το φιλί
χρόνια παλιά η σκέψη σου στιγμές να ζωντανεύει
τα χρόνια σου αμέτρητα το ξύλο σου πονεί

Μεσολογγίτισσα κυρά μπροστά σου γονατίζω
με σεβασμό σε χαιρετώ τα χρόνια σου πολλά
στα τόσα που εκράτησες εγώ θα σε στολίζω
με δάφνες και μ’ αγιόκλημα αγέραστη κυρά.

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ




                              


Ξένος αυτός γεννήθηκε ξένος θε να πεθάνει
της φτώχειας μεροκάματο φαί αναζητά
ίσως να ζήσει δυό λεπτά ακόμα ίσως φτάνει
καρβέλια ονειρεύεται σταράτα ζυμωτά

Το κατσαρόλι που κρατά σκουριά για μεσημέρι
σκλαβιά παράλυτο σφυρί στ’αμόνι δεν χτυπά
τι να του πεις για λευτεριά το μόνο όπου ξέρει
λίγο φαί χωρίς πολλά ετούτο σου ζητά

Μα κι ο σκληρός ο κλίβανος της φτώχειας το καμίνι
τους έκαψε τα όνειρα γνωστή η συνταγή
το τραύμα αθεράπευτο μες στη καρδιά θα μείνει
να μένει πάντα ανοιχτή εκείνη η πληγή

Τα πρόσωπα δυό έννοιες ανθρώπινες φιγούρες
Το όνειρο χορτάριασε η σάρκα τους γυμνή
το βοσκοτόπι κέρασε δυό ξύλινες μαγκούρες
να περπατάνε στη ζωή σαν να’ναι δυο κουτσοί

Και συ μικρή που δεν γελάς με ρούχα μπαλωμένα
οι σόλες σου το δέρμα σου χαλίκια σε πονούν
δύσκολα χρόνια θα μας πουν ετούτα τα καημένα
το χάραμα εθόλωσε δυο μάτια σε κοιτούν



ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ





                 



Βελούδο κόκκινο πατάς ένα χαλί φευγάτο
δύο μορφές διάφορες η κόλαση σιμά
ο χωρισμός σαν άρχισε με χτύπημα σπαθάτο
σημάδι ανεξίτηλο θα μένει στη καρδιά

Συντονισμένα μάτια της διαίσθηση μεγάλη
κοιτά κατάματα εμπρός σαν κάτι να κοιτά
μια απορία γράφτηκε στο πρόσωπο με ζάλη
σαν να μαντεύει το κακό η μάνα δεν μιλά

Ταξίδι άγνωστο αυτό πατέρας δεν υπάρχει
η νύχτα θα’ναι σκοτεινή το βγιάτζο της πικρό
επιστροφή στα σίγουρα η μάνα της δεν θα΄χει
πατρίδα νέα βάπτισε κακό το ριζικό

Ειρήνης όνειρο πικρό ο πόλεμος συνήθεια
μία πληγή πάντ’ ανοιχτή χωρίς μια λογική
από παντού πόρτες κλειστές χωρίς μία βοήθεια
μα ποιος θεός τους έπλασε με άλλη εντολή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δια χειρός Μίμη Γεωργόπουλου


Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

ΚΑΡΑΒΙΑ ΠΟΥΛΙΑ

            ΚΑΡΑΒΙΑ  ΠΟΥΛΙΑ

Καράβια σεις πουλιά νερού γαϊτες που μιλάτε
νεράιδες λιμνοθάλασσας ολόλευκα προικιά
ανατολή το χάραμα σε πόζα κολυμπάτε
σκαριά μια αρχοντιά

αμίλητο το ψάρεμα αυγής που ξεμυτάει
ζωή που στέκει ήρεμη περίεργη σιγή
με κύμα που δεν ξύπνησε η λίμνη να φοράει
ακύμαντη στολή

και συ που κάνεις θόρυβο ανάσα σου μιλάει
φοβάσαι τα καράβια σου μη φύγουν μακριά
μια υγρασία αίσθηση στο πρόσωπο κολλάει
εικόνα σου πουλιά

γράψε ζωγράφε να χαρείς ο πίνακας μετράει
κάμε νεκρή την κίνηση να μένει στο χαρτί
κι ο θαυμαστής όπου περνά δυο λόγια να σου λέει
για τούτη τη μορφή

ζωγράφε πως σταμάτησες το χρόνο με πινέλο
είσαι μεγάλος μάστορας και δάσκαλος του νου
βιβλίο είν’ το έργο σου της φύσης το μοντέλο
με νόημα μυαλού

κι χαραυγή μια μουσική σε άκουσμα ονείρου
καλότυχος όπου σταθεί ετούτη για να δει
θα την μετρήσει  αν μπορεί με μέτρο του απείρου
με άυλο κορμί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ