Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΜΑΥΡΟ ΤΣΕΜΠΕΡΙ




               


Σφίξε ζωή τη ζώνη σου η μοναξιά τελειώνει
χρόνια μετράνε τα στερνά ο κύκλος με κεριά
ανάσα γέρικο κορμί αρχίζει να στομώνει
μια σκέψη στα παλιά

τσεμπέρι μαύρο στα μαλλιά ο ίσκιος σε σκεπάζει
έχει μακρύνει η ζωή τα κέφια χαμηλά
κι συννεφιά τον ήλιο σου σιγά – σιγά σκιάζει
μια άφωνη μιλιά

ταινία όλα στη σειρά οι δείκτες προς τα πίσω
η ώρα δείχνει παρελθόν το έργο ξεκινά
το σκαλοπάτι δεν μιλά την πόρτα θε να κλείσω
μην έρθουνε δεινά

η στάση τούτη του κορμιού μια άφωνη παρλάτα
κουβέντα μόνη στο κενό και η γωνιά γνωστή
το τέλος στέκει ζωντανό μια δύση για τα νιάτα
κορμί όπου πονεί

στενό πλακόστρωτο εσύ γωνιά μαρμαρωμένη
ψυχρά τα συναισθήματα παγώνει το κορμί
χωρίς μιλιά κάθε στιγμή στα ίδια η καημένη
πονάει το σκαρί

γιαγιά σοφή η σκέψη σου βιβλίο θε να μένει
παράξενο να διαβαστεί στο διάβα θα χαθεί
στη μοναξιά σου δυστυχώς εκεί εσύ σκυμμένη
μετράς την αντοχή



ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΦΥΛΛΟ ΞΕΡΟ



                         
Φεγγάρι θρόισμα πουλιών ο πλάτανος κρατάει
μια φυλλωσιά ατάραχη το φύλλο της ξερό
σε λίγο τα ανάσκελα στο έδαφος θα πάει
σε τάφο χλοερό


φύλλο ξερό σε ποταμιά σε κλίνη ξεχασμένη
σε ρεματιά απάτητη ρυάκι δροσερό
το τέλος σου είναι γνωστό και άλλο πια δεν μένει
να βάλεις το σταυρό


η χλωροφύλλη έφυγε το χρώμα σου αλλάζει
το πράσινό σου άλλαξε δεν μοιάζει σαν το χθες
και η φιγούρα έγινε σαν κάτι που γεράζει
και συ κρυφά μου κλαίς


δεν σε χαϊδεύω μη κοπείς ξεράθηκες το ξέρω
το φύλλο σου εσκλήρυνε τα γηρατειά βαριά
και τ' όνομά σου άλλαξε και σε φωνάζουν γέρο
τι άδικη βρισιά
φύλλο εσύ η μοίρα σου ο κύκλος τελειώνει
δεν σταματά και δεν ρωτά ατάραχα γυρνά
και έκπτωση αν του ζητάς αυτός δεν στη χρεώνει
κερνά τη μοναξιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

ΤΡΕΛΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΑ






Τρελή μικρή πολύχρωμη του κάμπου ξελογιάστρα
λουλούδι συ που τρέλανες κρατάς το μυστικό
η φλόγα σου που άναψε μας έκαψε και τ’άστρα
μικρό μου θηλυκό


δυο μάτια συ παράξενα στολίζουν τα φτερά σου
μία μορφή το άνοιγμα πετάς εδώ και κει
τρελή ποτέ δεν ηρεμείς έλα στα συγκαλά σου
να πάρουμε φιλί


απόχη τρέχω για να βρω σε λίγο να σε πιάσω
για να σε κάνω στόλισμα στο πέτο μου χρυσό
και τον καημό μου στα κρυφά εγώ να ξεγελάσω
αφού σε αγαπώ


λουλούδι που εμέθυσε διαβάτη το βαπτίζεις
του δίνεις νέο όνομα νονά τρελή χαρά
και το μεθύσι στα κρυφά με πείσμα το χαρίζεις
να θέλει αγκαλιά


αχόρταγα ρουφάς γλυκό το κλέβεις μες στο κάμπο
μπολιάζεις άνθη στα κρυφά χωρίς να τα ρωτάς
κι αν σε ρωτήσουν απαντάς λες κι είσαι ένας Ράμπο
πουλάς και τσαμπουκά


για πρόσεχε μικρό εσύ ο χρόνος σου μικραίνει
ότι προλάβεις σήμερα το αύριο θνητό
και κοίτα κακομοίρα μου τον ήλιο όπου βγαίνει
να πεις ευχαριστώ


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ











Τετάρτη 27 Μαΐου 2015

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ






Η μέρα πρώτη στο σχολειό το πρώτο χτυποκάρδι
φανταστικός ο φόβος του μεγάλωσα θα πει
και προφεσόρος έγινα διαβάζω και το βράδυ
στην πρώτη τη μικρή

σάκα στον ώμο κρέμασε βιβλία τον βαραίνουν
εκόρδωσε ανάστημα αρχίζει το βιολί
παπούτσια που του πήρανε λιγάκι τον στενεύουν
καπέλο δεν φορεί

μικρέ βιάζεσαι πολύ η μάθηση με χρόνια
το άλφα βήτα στην αρχή για σένα δεν αρκεί
κι όταν ασπρίσουν τα μαλλιά και γίνουνε σαν χιόνια 
συμπέρασμα θα βγει

τη πρόσθεση την έκαμα τους αριθμούς τους ξέρω
το πρόβλημα το έλυσα χωρίς να το σκεφτώ
τον έλεγχο στη μάνα μου με άριστα θα φέρω
ωραία που περνώ

τρέμει το χέρι στα γραπτά του φαίνεται σαν ψέμα
μπερδεύει τα φωνήεντα τα σύμφωνα σωστά
μα η σειρά καλλίγραμμη τα νούμερα στην πένα
για δέκα τα γραπτά

μα το κουδούνι σαν χτυπά τα γράμματα ξεχνάει
σαν το ζαρκάδι που πηδά το σπρώξιμο φωτιά
και το ψωμί που έφερε ξεχνάει να το φάει
τ’ αφήνει για μετά

η μπάλα στο διάλειμμα το πρώτο του παιχνίδι
φωνές κλωτσιές σπρωξίματα πρωτάθλημα γερό
το τζάμι το ραγίσανε η δίκη του αρχίζει
η μάνα στο σχολειό

μια τιμωρία κέρδισε χωρίς πολύ να φταίει
η δίκη αναβλήθηκε στην αίθουσα χαμός
συνέχεια στο δάσκαλο ο μπόμπιρας να λέει    
πως κλώτσησε αυτός

μικρέ μου φίλε που περνάς τη πιο καλή σου φάση
μείνε εκεί και κέρδισε την όμορφη ζωή
θα την θυμάσαι για καιρό ακόμα κι αν γεράσει
το έρμο σου κορμί

στη μάθηση που κολυμπάς στα πρώτα σου τα χρόνια
τα μακροβούτια έχουνε τις όμορφες στιγμές
και μοιάζουνε σαν τα πουλιά τα μαύρα χελιδόνια
που χτίζουνε φωλιές

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ









Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΚΟΡΗ ΧΩΡΙΟΥ






                        

Κόρη χωριού τι κουβαλάς μια ομορφιά της φύσης
άλογο άσπρο στη αυλή ολόχρυσο παχνί
το πότισες νερό να πιεί μ’ένα κουβά της βρύσης
σε είδα γελαστή

γλυκιά ματιά παιδί εσύ τα γράμματα μπροστά σου
διάθεση για μάθηση το όνειρο χρυσό
θε να πετάξεις με χαρά να βρεις την αρχοντιά σου
το έχεις για σκοπό

παράθυρό σου ανοιχτό μια αύρα που χαρίζει
λυχνάρι που σου φέγγιζε κι ο νους σου στην ορμή
μικρό κορίτσι τυχερό ο ήλιος θα φωτίζει
σε λίγο που θα βγει

σπίτι χωριού όλο χαρές οι ώρες σου γεμάτες
παίζεις με κούκλες δεν μιλάς λουλούδια στην αυλή
ανώμαλο το έδαφος οι λιγοστοί διαβάτες
και συ μια καλλονή

αρχοντικό το σπίτι σου οι φίλες σου αδέρφια
καρδιά μεγάλη χάριζες τις κούκλες σου εσύ
και στα παιχνίδια έδειχνες πάντα να έχεις κέφια
γλυκιά Παρασκευή

χωριό μικρό αξέχαστο εικόνες του γραμμένες
μες στη ψυχή σου μείνανε σαν στάμπες καταγής
στιγμές χαράς κάθε φορά και άλλες πονεμένες
σελίδες της ζωής

κόρη χωριού περπάτησες σε χώματα που ζούνε
που σου μιλούν λόγια γλυκά με έννοιες πολλές
κάθε φορά που τα πατάς αόρατα γελούνε
θυμίζοντας το χθες


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ



               

Μια σκέψη σάρκα όπου ζει μία γειτονιά πονάει
φαντάσματα μέσα στο νου και συ ένα φτερό
εικόνα σου στον ουρανό συνέχεια πετάει
μπαλκόνι αδειανό

μια τιμωρία άγραφη η νοσταλγία φέρνει
παλιά εικόνα στο χαρτί τα χρώματα αχνά
το σήμερα το παρελθόν σαν άμαξα το σέρνει
και συ μα πουθενά

μια γειτονιά το παρελθόν χρόνια παλιά ωραία
φωνές παιδιών που χάθηκαν δρομάκια μοναχά
ψάχνω να βρω μα μάταια εκείνη τη παρέα
δυο μάτια παιδικά

καντάδες που ακούστηκαν μεσάνυχτα στη στράτα
κοπέλα που εκοίταζες το δόλιο εραστή
ατίθασα σαν άλογα εκάλπαζαν τα νιάτα
να πάρουνε φιλί

και συ μπαλκόνι αδειανό εκεί ψηλά που στέκεις
δεν σε ρωτώ φαντάζομαι πως κάτι θα μας πεις
χρόνια πολλά πως στέκεσαι και όμως εσύ αντέχεις
χωρίς να γκρεμιστείς

η γειτονιά δεν άλλαξε τα σπίτια επαλιώσαν
φτωχή καρδιά επλήρωσες τη γύρα στα παλιά
ζωγράφε τα πινέλα σου τη σκέψη μου φορτώσαν
με δάκρυ τη ματιά

γωνιά μου που δεν έπεσες θα σου χρωστώ μια χάρη
γιατί εσύ αρνήθηκες ν’ αλλάξεις τη μορφή
και έδιωξες τον βάνδαλο που ζήτησε να πάρει
φιλέτο αμοιβή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΟΝΕΙΡΟ





        


Μια παραλία όνειρο μία βουτιά μεθύσι
γυμνό το σώμα στο νερό μια κάθαρση μιλά
τις αμαρτίες ξέπλυνα ο νους μου κελαηδήσει
ποτέ λάθος ξανά


το περιβόλι της ζωής θέλει να τ’ αγαπήσεις
για να σου δώσει τους καρπούς και συ να του γελάς
εμπρός λοιπόν στο πέλαγος εδώ να κολυμπήσεις
με φόρα να βουτάς


νερό γλυκό και αρμυρό ένα ποτήρι εβίβα
ο ήλιος μου ερόδισε το άσπρο μου κορμί
κι αντοχή μου κράτησε στο τέρμα και η βίδα
ποτέ να μη λυθεί


δυο βράχοι δύο πρόσωπα ο έρωτας πλημμύρα
στη μοναξιά μια συντροφιά το χάδι αρμυρό
το βλέμμα μια ξεκούραση στο πίνακα μια γύρα
δυο λόγια θε να πω


θάλασσα συ μια ξόβεργα αιχμάλωτο με πιάνεις
Μεσολογγίτισσα κυρά μαζί σου γω μεθώ
θα βαπτιστώ μες στα νερά εμένανε να κάνεις
ποτέ να μη πονώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

ΝΕΚΡΗ ΠΟΛΗ




                          

Στο δρόμο που περπάτησα μια ερημιά μονάχη
παράξενα αντίστροφα μετράει ο καιρός
να δεις μωρέ που έχασε η πόλη μας τη μάχη
διαβάτης σκυθρωπός   

παράθυρα μισάνοιχτα φιγούρες ξεχασμένες
μία ζωή σταμάτησε μια θλίψη στη ψυχή
ψαράδες βάρκες και φωνές στο πάτο βυθισμένες
μια πόλη θλιβερή

γοργόνα που εκρύφτηκες θέλω να σου μιλήσω
πληρώνεις κάποιο μυστικό πονάς μα δεν μιλάς
στεφάνι όπου έπλεξα θέλω να το κουμπήσω
κρυφά εσύ κοιτάς

φαντάσματα που περπατούν αταίριαστα ζευγάρια
ψευδαίσθηση που απατά κουβέντες που και που
σπίτια που στέκουν στη σειρά θυμίζουνε κουφάρια
τα τύμπανα χτυπούν

τη γύρα την επλήρωσα με πόνο μου το βήμα
κάθε γωνιά της γνώριμη βαθιά αναπνοή
μία μορφή το σήμερα αλήθεια μα τι κρίμα
η άλλοτε ζωή


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΑΙ Η ΒΑΡΚΑ ΓΥΡΙΣΕ ΜΟΝΗ





        

Μια μοναξιά δίχως κουπιά σκαρί βολοδαρμένο
μια κούραση βαθιά πνοή που είναι ο ψαράς
χαμένη βάρκα μοναχή σκοινί σου πια κομμένο
ρωτούν μα δεν μιλάς

εικόνα συ περίεργη του χάρου κοιμητήρι
κενό τ’ αμπάρι αδειανό κουφάρι ανοιχτό
παλιά κοπέλα ζηλευτή της λίμνης τρεχαντήρι
κρατάς το μυστικό

ξεκίνησες όλο χαρά το φόρεμα το άσπρο
αέρας το τραγούδι σου μαΐστρος στο πανί
ένα καμάρι με τα μπλε στον ουρανό σαν άστρο
μια ομορφιά εσύ

πια συννεφιά σε μάρανε πια καταιγίδα φταίει
μονάχη σου επάλεψες επλήρωσες γιατί
και το κουπί που έχασες αλήθεια μα που πλέει
και συ μια μοναχή

ο κυβερνήτης άντρας σου αρμυρισμένος νέος
γοργόνα τον επλάνεψε τον έκλεψε θαρρώ
κι ο σύντροφος σου έφυγε δεν είναι παρά τέως
κουπί χωρίς σκαρμό

και τώρα συ μια σιωπή μια μουσική φαλτσάρει
παράταιρη και μοναχή να κλαίει τον καημό
μια μοναξιά και ένας λυγμός για κάποιο παλικάρι
το πένθος στο γιαλό


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ