Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ - Μεσολόγγι





                
Νερό γλυκό ξεγέλασες κερνάς αρμύρα πέρα
στο βούρκο σου επιάστηκα κολλάει το κορμί
το σάλτσινό σου στέγνωσε και έγινε μια ξέρα
κουρνιάζω σαν παπί

φωνάζεις δίχως τη φωνή απέραντη γαλήνη
να λησμονήσω δεν μπορώ εικόνες σου κρατώ
και γω κρυφά να κολυμπώ αιχμάλωτος σε δίνη
αόρατα βουτώ  

κλείνω τα μάτια δεν κοιτώ η ομορφιά σου μύρο
πλάθω εικόνες μοναξιάς ακούω παφλασμό
η μυρουδιά σου ξέχωρη κι ο νους μου κάνει γύρο
δεν ξέρω που σταθώ

ο ήλιος εβασίλεψε μια θάλασσα σκοτώνει
τα χρώματα δεν στέγνωσαν αλλάζουνε μορφή
να τ’αγκαλιάσω προσπαθώ το χέρι μου ματώνει
και συ πάντα εκεί

μορφή φωνή μπερδεύεται τα μάτια να δακρύζουν
μια καταιγίδα μες στο νου δυο σκέψεις στα παλιά
ο ήχος γνώριμος σε με τα κύματα ν’αφρίζουν
σε θάλασσα πλατιά

φωνή της λίμνης πλήρωσα δύο ανάσες πάθους
ζητώ το πρόσωπο να δω νεφέλη η μορφή
ρηχό νερό το πλάτος της μια έννοια του βάθους
αόρατη φωνή

σ’ ακούω κόρη του γιαλού τσιγγάνα της αρμύρας
πολύχρωμο το φόρεμα γαρύφαλλο στ’ αφτί
ένας σκοπός της μουσικής το κράτημα αγκύρας
και γω στη κουπαστή

ξαπλώνω μες στη ξέρα σου ακούω τους σφυγμούς σου
νοιώθω σιγή νεκρών σπαθιών ηρώων εποχής
δεν απαντάς που σε ρωτώ ποιος ξέρει πουν ο νους σου
ζητώ να ξαναρθείς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ



 

 






















Σάββατο 23 Ιουλίου 2016

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΟΣ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΣ



               

Ένα γλυκό θαλασσινό της λίμνης η αρμύρα
λευκός αφρός χίλια καλά το κύμα στη ξηρά
βουνό κοχύλι στάθηκε λευκή έχει πορφύρα
με φως αστροφεγγιά

φύση εσύ άσπρα μαλλιά γλυκάδι τι μου πλάθεις
άχνη ραντίζει το γλυκό το κάνει ζηλευτό
τη συνταγή μη την ρωτάς ποτέ σου δεν θα μάθεις
κράτα το σαγαπώ

θαλασσινέ μου κουραμπιέ μπροστά σου γω τα χάνω
ο Παρθενώνας στήθηκε λευκός στην Αλυκή
καμάρι συ της πόλης σου τρέχω για να προκάμω
το θέμα μη σβηστεί

θα δοκιμάσω με το νου τη νοστιμιά της ζύμης
το μπόι σου το σέβομαι καμάρι ερημιάς
θα ξεσκεπάσω μοναχά εικόνες κάποιας μνήμης   
εμένα μη ρωτάς

άσπρο κορμί λαμποκοπά βράδυ και μέρα φέγγει
σαν γλάρος που εκούρνιασε σε φύκια η φωλιά
από ψηλά είσαι αυγό τη φύση έχεις στέγη
της λίμνης ομορφιά

ο ίσκιος σου δεν φαίνεται λευκός είναι στο χρώμα
μια πυραμίδα στήθηκε στην άκρη του γιαλού
μια λεβεντιά καμαρωτή Μεσολογγίτικο το χώμα
γλυκό και του καημού

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ





































Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου






Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Ο ΓΛΑΡΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ







 
Γράμμα στη λίμνη θε να στείλω
γράμμα αρμύρας μοναξιάς
χίλιοι μαΐστροι να φυσάνε
άσπρα τ’ανέμου τα πανιά

ένας ο γλάρος ταχυδρόμος
φτερούγα πάνω στο νερό
ψάχνει μια ξέρα να καθίσει
βαρκούλα άσπρο το φτερό

ένα λιμάνι η αγάπη
κοχύλι άσπρο στο γιαλό
ζέστη του ήλιου στ’ακρογιάλι
και γω κρατώ ένα γραπτό

γράμμα γραμμένο με μελάνι
φουρτούνα κείνη προσευχή
δυο λέξεις μόνο σκαλισμένες
αλάτι άσπρο η Αλυκή

βράδυ ανάβω πυροφάνι
σημάδι κείνο για να δεις
αγάπης όμορφο λυχνάρι
τα μπλε σου πάλι μου φορείς

και συ γαϊτα μου κρυμμένη
έλα κοντά μου μην αργείς
γράμμα σου φέρνει ταχυδρόμος
φτερούγα γλάρου καρτερείς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ








Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Η ΒΑΡΑΣΟΒΑ



         
Πέτρα ορθή ασάλευτη το φως καλωσορίζει
περίεργα μου στάθηκε αιώνια σιωπή
η θάλασσα μια συντροφιά τη ρίζα της ποτίζει
σκληρή της η μορφή

η θάλασσα σεβάστηκε τη δύναμη μετράει
υποταγή στα πόδια της με σεβασμό μιλά
τον όγκο της περίεργα με έκπληξη κοιτάει
μπροστά της προσκυνά

πέτρα εσύ πως φύτρωσες που βρέθηκε ο σπόρος
πόσα τα χρόνια σου μετρούν αν θέλεις απαντάς
παντρεύτηκες μεγάλωσες δικός είν’ ο χώρος  
τη λίμνη αγαπάς

ρυτίδες έχεις φυσικές φκιασίδια δεν γνωρίζεις
οι έρωτές σου γίνανε πολύτιμα γραπτά
τις ομορφιές σου στα μουγκά ευχάριστα χαρίζεις
σε γέρους σε παιδιά

το φόρεμά σου έλιωσε η σάρκα σου στεγνώνει
μια ομορφιά η πέτρα σου το χρόνο σταματά
Βαράσοβα παντρεύτηκες μια θάλασσα που στρώνει
απέραντη ομορφιά

κάθε φορά που σε κοιτώ ακούω να σφυρίζει
ο μπάτης με το χάδι του και συ αλλού κοιτάς
άσπρο πανί η βάρκα σου η πέτρα φωσφορίζει
και συ χαμογελάς  

ο επισκέπτης στοχαστής ασάλευτος μετράει
τους χτύπους κείνους της καρδιάς σαν βλέπει το γκρεμό
τον μάστορα που έχτισε συνέχεια ρωτάει
να μάθει το ρυθμό

το μυστικό μου φίλε μου το παίρνω δεν το δίνω
με το χρησμό που έχτισα το κάνω φυλαχτό
την ομορφιά της σφράγισα σε κούτα γω την κλείνω
από χρυσάφι σκαλιστό  

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
















































Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ


               
Νερόσπιτα χτενίζονται σε θάλασσα καθρέφτη
ξηρά νερό μπερδεύτηκε κι αυτή μια αγκαλιά
εικόνα τούτη διαλεχτή κειμήλιο για κλέφτη
δυο βάρκες στα ρηχά

μια σιωπή που σέβεται το θέμα δεν μιλάει
κι ο θεατής αμίλητος κρατά αναπνοή
μετρά σπιτάκια στη σειρά κι ο νους του κάπου πάει
ηρώων η κραυγή

πόλη εσύ μου κάρφωσες το χρόνο στο ωραίο
δεν άλλαξες κρατήθηκες σαν ύπαρξη μορφής
στο σήμερα μου σήκωσες καλαμωτής στηθαίο
να μη μου μπολιαστείς

νερό αρμύρας πότισμα οι δρόμοι σου κανάλια
ένα προζύμι ο πηλός μ’ αλάτι στο μυστρί
κι μπουκαδούρα του νοτιά σε σφίγγει σαν τανάλια
και συ μια καλλονή

πόλη παλιά χρυσάφι μου το θέμα για ζωγράφους
το χρώμα βάφει στεναγμούς κερνά μια ταραχή
κι αν πάει πίσω νοερά σε κάποιους άλλους τάφους
ακούει μια κραυγή

πόλη εσύ που λούζεσαι που προχωράς μονάχη
ξαπλώνεις το κορμάκι σου σε αρμυρό νερό
λικνίζεσαι κάθε φορά θυμίζοντας το στάχυ
σε νοερό χορό

παλιά μου πόλη κάδρο μου σε τοίχο κρεμασμένη
τι να σκεφθώ και τι να πω πονώ μα δεν μιλώ
σαν φυλαχτό σε κράτησα μες στη ψυχή κρυμμένη
αφού σε αγαπώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

























































Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ


       
Γυμνό κορμί στα κύματα ζωή νεοφερμένη
ζητά αρμύρας φάρμακο κολύμπι στα βαθιά
σκαρί που φτιάχτηκε σκληρά γαλέρα μπρατσωμένη
κατάρτια με πανιά

τα ψαροπούλια πέταξαν χοροί εις τον αέρα
η θάλασσα περίεργη γιορτάζει τον καρπό
πρασίνισε απότομα κι ξεχασμένη ξέρα
μια κούνια στο γιαλό

στη θάλασσα γεννήθηκε το πρώτο του το βλέμμα
αλάτι γάλα κάτασπρο της μάνας μπιμπερό
στα πρώτα του τα βήματα κοχύλι έχει στέμμα
σαν φάρο φωτεινό

μια βάρκα χάρτινη κρατά το πρώτο του παιχνίδι
το όνειρο ταξίδεψε χωρίς να το ρωτά
ένα ψαράκι γέλασε του χάρισε στολίδι
δυο βότσαλα μικρά

μικρό παιδί της θάλασσας σιγά μη ξεθαρρεύεις
βιάζεσαι δεν καρτερείς η γνώση θε να’ ρθει
άμα φουντώσει ο χορός εσύ θα τον χορεύεις
και βράδυ και πρωί

θάλασσα συ μου γέννησες την ομορφιά στην άμμο
γιορτή μεγάλη στρώθηκε το δώρο σου κρατώ
και γω να τρέχω να το δω την ομορφιά προκάμω
πριν σβήσει στο γιαλό

σκλάβα ψυχή δεν ξεκολλάς η ξόβεργα αγρίμι
ο νους μου πάντα κει σιμά αόρατη μορφή
μεγάλωσα κι αγάπησα την αρμυρή σου φήμη
πληρώνω αμοιβή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ



































ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΝΑ



               
Θάλασσα μάνα του γιαλού το κύμα σου σαν χάδι
το βράχο που εδρόσισες τον κάνεις να μιλά
κι όταν στεγνώσει θα φανεί στο ρούχο σου σημάδι
αλάτι σαν το κρύσταλλο γυαλάδα να σκορπά

φιλί αρμύρας βάλσαμο στης ερημιάς παιχνίδι
το βράχο κάνει σύντροφο της φύσης συντροφιά
κι πεταλίδα που κολλά στο βράχο σαν κοχύλι
την αγκαλιά του συνεχώς αόρατα ρουφά

θάλασσα συ την άγκυρα που σκούριασε στην άμμο
καν’ την αγκίστρι δόλωσε να πιάσεις μια ψυχή
κι αν σου γελάσει η καρδιά πες το για να προκάμω
να πάρω την απόχη μου να’ ρθω στην Αλυκή

θάλασσα μάνα στέγνωσε ετούτη τη σταγόνα
σαν άσπρισε το διάβα της στο μάγουλο ραφή
κι ο θεατής μπερδεύτηκε με τούτη την εικόνα
το πρόσωπο σαν κοίταξε το νόμισε πληγή

θάλασσα μάνα άγγιξα το κύμα σου με χάρη
μουγκά εσύ με κοίταξες σαν ξένη μια κυρά
με πέρασες σαν άγνωστο της λίμνης σου βαρκάρη
μα λάθεψες στ’ ορκίζομαι ακόμα μια φορά

θε να καλπάσω στο κορμί με άλογο που ξέρει
τον καλπασμό μες στο νερό με κύμα που χτυπά
σε βράχο που ξεμύτισε και που φιλά τ΄αγέρι
του  γλάρου το αγνάντεμα εκεί και η φωλιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ