Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

ΣΗΜΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ




    


Πατήματα επρόδωσαν τη μοναξιά στην άμμο
ταράχτηκε η αμμουδιά ποιος τάχα περπατά
κι ο ήλιος όπου έριξε μία σκιά επάνω
διαβάτη μαρτυρά

κύμα εσύ δεν μίλησες σαν είδες το διαβάτη
το μυστικό εκράτησες εγέλασες κρυφά
και έκλεισες με νόημα το ένα σου το μάτι  
μονάχα μια φορά

η θάλασσα σεβάστηκε τα χνάρια να μη σβήσει
απόδειξη επιστροφής πως κάποιος περπατά
και μια καρδιά στην αμμουδιά στα χνάρια ζωγραφίσει
στην άμμο με χαρά

πάνω στην άμμο την πλατιά που λέει το τραγούδι
σημάδια τα πατήματα στη σάρκα της βαθιά
αόρατα μου άνθισε το αρμυρό λουλούδι
δυο χτύποι στην καρδιά  

διαβάτη γιατί πέρασες ορκίστηκες το ξέρεις
να την ξεχάσεις θέλησες της το πες την αυγή
σαν έφυγες απότομα χρυσό το δέρας φέρεις
γλυκιά είχες φωνή  

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

ΜΙΑ ΗΡΕΜΗ ΘΑΛΑΣΣΑ



                          

            

Μέσα στο νου εικόνα σου μία δροσιά το δείλι
το μάτι μου αχόρταγο το πλάτος στοχασμός
κι η σκέψη που μου ξέφυγε τη στενοχώρια σβήνει
τι όμορφος γιαλός

χωρίς το κύμα γυάλισε ετούτος ο καθρέφτης
και χτένισα τις όμορφες τις παιδικές στιγμές
κι ο νους μου που ορκίστηκε χωρίς να είναι ψεύτης
μ’έφερε στο χθες

βάρκα μονάχη στο γιαλό απάντρευτη κυρά μου
σαν στέκεις κει καρτερικά γαλήνη συντροφιά
και 'γω φοβάμαι που κοιτώ δεν είμαι στα καλά μου
δυο χτύποι στην καρδιά

θα πάρω φόρα να διαβώ στο βούρκο θα χορέψω
θε να ξυπνήσω το γιαλό κυκλάκια στο νερό
και τη γαϊτα με τη μια αλήθεια θα την κλέψω
κουρσάρος θα γινώ

φεγγάρι σου πανσέληνος και ήλιος σου καμένος
ξημέρωμα και σούρουπο ανάκατα στο νου
χωρίς πιοτό εμέθυσα τρεκλίζω μεθυσμένος
τραγούδι του γιαλού

κρυφά μιλούν τα πνεύματα τα πρόσωπα μπροστά μου
η δύναμη της σκέψης μου ζωγράφος στης στιγμής
το θέμα που ζωγράφισα θα το κρατώ κοντά μου
σαν βάλσαμο ψυχής

ο πίνακας πουλήθηκε ταξίδεψε εχάθη
αγοραστής το σήμερα τον κράτησε στο νου
τον κρέμασε χωρίς μιλιά μες στη ψυχής τα βάθη
το χάος τ ’ ουρανού

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

ΘΟΛΗ ΜΟΥ ΣΚΕΨΗ



                                     

Ανάλαφρα χνούδια φώλιασαν σε σκέψη που θολώνει
σκιά σαν νύχτα κρέμασε αστέρι μου σβηστό
εικόνες κείνες έμειναν συναίσθημα παγώνει
δυο λέξεις σταματώ

μυρμήγκι που περπάτησε σε χώμα που σκονίζει
φωλιά σαν έφτιαξε αυτό σε σάρκα του κορμού
θολή η σκέψη έπαιξε παιχνίδι που χαρίζει
παλμούς μέσα στο νου

χρόνια παλιά που πέρασαν κλειστήκαν σε σεντούκι
σκουριάσαν δίχως χάιδεμα η μοίρα της ζωής
και ο καρπός ξεράθηκε ξερό και το φουντούκι
δυο λέξεις μη μου πεις

κομπόδεμα ο θησαυρός τα παιδικά μου χρόνια
φλωριά χρυσά η προίκα μου δισάκι μου μικρό
φτωχά για μένα ήτανε μες στη ζωή τα ψώνια
μονάχος περπατώ

αργοπορά στο πέλαγος η φωτεινή μου μέρα
το δείλι είν’ ασάλευτο δεν λέει να χαθεί
κι ο έρωτας ανάποδος στη γερασμένη ξέρα
λουλούδι δεν ανθεί

ζεστή βροχή για πότισε ετούτο το χορτάρι
μπας και ανθίσει η καρδιά στην έρμη αμμουδιά
και βγάλε συναισθήματα απ’ το κλειστό συρτάρι
και κέρνα την καρδιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

ΜΑΚΑΒΡΙΑ ΣΚΟΥΡΙΑ



       
  

Εδώ τελειώνουν οι σκουριές σαν κόπηκε το νήμα
η ομορφιά μετάλλαξε κουβέντα συ δεν λες
και η φιγούρα φώλιασε μέσα σε κάποιο μνήμα
θυμίζοντας το χθες

κάρα εσύ πες μας αν ζεις αν βλέπεις χρώματά σου
κρατάς μια σκέψη δυνατή συμπέρασμα κερνάς
ποζάρισες δίχως ζωή κρατάς τα λογικά σου
εμάς δεν μας γελάς

κι αν είχες κάποτε ζωή και σάρκα σαν προζύμι
και ομορφιά που έκανε την αίσθηση τρελή
ο θάνατος σε κέρασε σκουριά μα και οδύνη
νεκρή μου κεφαλή   

τώρα στα χέρια σε κρατώ και σε κοιτώ στα μάτια
τα δάκρυα που στάζανε ποτίζανε το χθες
και γω με σκέψη έχτιζα βασιλικά παλάτια
κουβέντα πια δεν λες

κι αν ο ζωγράφος διάλεξε ετούτο το μοτίβο
εγώ του έδωσα ζωή το έκαμα μορφή
το έφερα και έτρεξε ξανά μέσα στο στίβο   
με σάρκα και φωνή

σκουριά που τόσα έκρυβες εγώ τα ζωντανεύω
με φαντασία και γραφή τα κάνω ζωγραφιά
τα νιάτα σου με νόημα εγώ σου τα μαντεύω
καημένη μου σκουριά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Ο ΤΑΥΡΟΜΑΧΟΣ



                                                                                                                                                     μ.γεωργοπουλος

                                   


Κόκκινο χρώμα προκαλεί ο ταύρος στην αρένα
μια ζωντανή σκηνή μετρά το πλήθος σιωπά
θεριό χτυπά στο πουθενά το τραύμα του με αίμα
η σπάθα τον τρυπά


άνθρωπε συ το ζώο σου γιατί το βασανίζεις
μια διασκέδαση ψυχής ανάποδα μετρά
μη κάνεις θέατρο εδώ και μη το ξεχωρίζεις
η φύση δεν ξεχνά


κι αν έχεις θάρρος κάμε το τους ρόλους άλλαξέ τους
γίνε εσύ ναι το θεριό και ταυρομάχος 'κείνο
και στην αρένα και τους δυο αν θέλεις σκότωσέ τους
εσένανε να κρίνω  


άνθρωπε συ το ένστικτο το βάρβαρο σε πνίγει
ξυπνά παιχνίδια μέσα σου δεν νιώθεις σε μεθά
και στο λαιμό σου το σχοινί στο τέλος θα σε σφίγγει
η fiesta  τη φορά


το χώμα σου ποτίστηκε αρένα μου με αίμα
το τραύμα απ’ τη σπάθα του θα μένει στη ψυχή
και στο γιατί κανείς βουβός μα κι αν μιλά με ψέμα
δεν θα 'χει τι να πει


άνθρωπε τέρας που γελάς τη φύση μασκαρεύεις
τη κάνεις φάλτσα μουσική τραγούδι που πονά
καλύτερα τον έρωτα σε στάδιο χορεύεις
με άλλα αγαθά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ





                        


Μα που κοιτάς χωρίς μιλιά πού πάει το μυαλό σου
άγριος βράχος που χτυπά το κύμα του γιαλού
ένας παλμός όπου μετρά τον έρμο το σφυγμό σου
εξήγηση χρησμού


κόρη εσύ παιδί νησιού στο βράχο το καρτέρι
ο ναυτικός καμιά φορά παλεύει με θεριό
και συ κουνάς χωρίς μιλιά το κουρασμένο χέρι
σινιάλο στο κενό


το βλέμμα σου σαν αίνιγμα μαντάτο που πονάει
θαμπή καρδιά στενάχωρη τα λόγια σου πικρά
το γέλιο σου που έφυγε σε θάλασσα βουτάει
και συ μαύρη καρδιά


κορμί μονάχο τη φορά σαν φάρος 'κει στην άκρη
μετράς τα κύματα εσύ με δάκρυ στη ματιά
ο κρότος δεν ακούστηκε σαν έσκασε η νάρκη
και συ μία φτωχιά


δυο μάτια που βασίλευσαν τα νέα που δεν φτάνουν
το δειλινό σκοτείνιασε η ίδια η σκηνή
τα ψαροπούλια γύρισαν δυο βόλτες γύρω κάνουν
η νύχτα τραγική


κύμα εσύ για χτύπα με να αισθανθώ τον πόνο
και να πνιγώ στη θάλασσα τη λύτρωση να βρω
και οι καμπάνες του χωριού να παίξουνε σε τόνο   
τραγούδι θλιβερό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

ΔΕΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ



Μια χούφτα χώμα του βουνού και δυο ξερά λουλούδια
μία μαντίλα σταυρωτά δυο δώρα της γιαγιάς             
να σου θυμίζουν τη φορά ετούτα τα καλούδια
τον τόπο μην ξεχνάς

μην τα κοιτάς τα φτωχικά θυμήσου την πατρίδα
κάποιους ανθρώπους π’ αγαπάς ποτέ σου μην ξεχνάς
κι αν κάποιο δάκρυ σου γλιστρά στην κείνη βλεφαρίδα
το δείχνεις αγαπάς

το φτωχικό που άφησες δεν κλαίει δεν μιλάει
οι άνθρωποι αλλού κοιτούν της μάνας η μορφή
ο νους της είναι στη δουλειά μηχανικά γυρνάει
η σκέψη δεν μιλεί

δώρα μικρά δώρα φτωχά μια πράξη που μετράει
αναπαράσταση μορφής δυο μάτια ανοιχτά
η φαντασία έπλασε μία μορφή κοιτάει
και συ χωρίς μιλιά

σκληρή που είσαι ξενιτιά μια νοσταλγία τώρα
εικόνες όλες στη σειρά μια κίνηση τρελή
δεν σε ρωτούν όταν περνούν που μοιάζουν σαν την μπόρα
και συ στέκεις βουβή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ









Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Η ΑΝΤΟΧΗ


       8

Σκληρός ο πόνος σιωπή ασάλευτη τρεμούλα
δάκρυ κρυφό στο γόνατο η αντοχή σκληρή
μικρή γυναίκα ζηλευτή μα στην ουσία δούλα
τι άραγε ποθεί

μια μουσική επίμονη τριζόνι στο μυαλό του
τρυπάει τον εγκέφαλο στα τάρταρα που ζει
στερεύει το μελάνι του στεγνώνει το στυλό του
λευκό και το χαρτί

η αντοχή με όρια κορμί που δεν κρατάει
δυο κάρβουνα που άναψαν δεν λένε να σβηστούν
κι ο δρόμος που χαράχτηκε δεν ξέρει που το πάει
δυο κόκαλα πονούν

σύννεφο σκούρο μαύρισες ακόμα δύο χτύποι
δύο καρφιά στη σάρκα του σταυρός και το κορμί
νυχτερινή ξεκούραση θλιμμένο καρδιοχτύπι
θα τον βρει το πρωί

Ίσκιος εσύ που γίνεσαι μια σάρκα που πονάει
μεταξοφτέρουγη ψυχή το πέταγμα κουτσό
κάποια στιγμή που τόλμησα η αντοχή κλωτσάει
στο λέω δεν κρατώ

κι ο ποιητής με τη γραφή που στίχους μόνο ξέρει
το λογοπαίγνιο κρατεί τι άσχετη γραφή
ξεχνά το πόνο που υμνεί ο άλλος υποφέρει
συχνά αυτοκτονεί

τραγούδα πόνε το σκοπό με κούρασες στο λέω
η αντοχή στο όριο θα σπάσουν τα δεσμά
και στα κρυφά μα το θεό μη με κοιτάς που κλαίω
το σώμα δεν κρατά

κισσός ο πόνος στο δεντρί κολλά σαν τη βεντούζα
δυο βήματα προσπάθεια ζωή όπου πονά
τα βήματα κυρτώσανε φοράδα δίχως σούζα
η στράτα δεν μετρά


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΗ



                   


Μια άνοιξη μες στη ψυχή μια άνοιξη χαρίζω
λουλούδια χρώματα σε σας μια έμπνευση ζωής
συναίσθημα αυθόρμητο νομίζω πως αγγίζω
κρυφά μίας ψυχής


ελπίδα που στηρίζεται σε πάσσαλο δεμένη
κρατά πορεία όμορφη για χρόνια περπατά
σε δρόμους απελέκητη σκληρή θωρακισμένη
σχεδόν πάντα νικά


ο πίνας μια έμπνευση στο σήμερα αντέχει
κοντράρει κύματα ψηλά η σκούνα στα βαθιά
απόνερα αφρίζοντα το δείγμα της που τρέχει
κι αυτή μία κυρά


άνοιξη συ όπου γελάς το γέλιο σου το βλέπω
ο πίνας ατέλειωτος κρατά μια ταραχή
και γω με έκσταση φτωχός μπροστά του θε να στέκω
ταξίδι κι όπου βγει


φίλε και συ που θαυμασμό στο έργο μου χαρίζεις
κάνε μια σκέψη να χαρείς και πλούτισε το νου
ξεκόλλα απ’ το σύνηθες και πες πως θα ελπίζεις
οι σκέψεις μην πονούν


υπάρχει και η άνοιξη αυτή που ταξιδεύει
γλυκοφερμένη τη φορά σε χρόνο που μετρά
και που αόριστα μεθά κι ακόμα που γιατρεύει
τη σκέψη που πονά


άνθη λουλούδια του αγρού της φύσης σκορπισμένα
μια σύνθεση που χάνεται στη σκέψη του κοινού
φανταστικός ο κλίβανος σε όνειρα κλαμένα
τα χρώματα μιλούν

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ