Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Δημιουργία του κ. Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΦΕΓΓΑΡΙ



Το φεγγάρι κοιτάω
πουθενά δεν θα πάω
μια ιδέα στη σκέψη
και ο νους μου θα κλέψει
το φως

αμαρτία ο Έρως
της αγάπης  τα κρίνα
δυο λουλούδια για σένα
ένας στίχος με πέννα
δύο λόγια μονάχα
με φως

μία σάρκα πονάει
το φεγγάρι κοιτάει
κοκκινίζει γεμίζει

έν’ αστέρι ζηλεύει
μα τι τάχα γυρεύει
συντροφιά στη παρέα
ω! θεέ μου τη θέα
το φως

ένας κύκλος που καίει
μία σκέψη που λέει
το ασήμι κοιτάω
μια καρδιά που κρατάω
μενταγιόν την κρεμάω
μες στα στήθια χτυπάνε
δυο καρδιές που πονάνε
με φως

το ξανθό μου λουλούδι
μια καντάδα τραγούδι
μια κιθάρα στη νύχτα
μια ρομάντζα που κλέβει

το φεγγάρι κατέβει
να φιλήσω με πάθος
τη Σελήνη εκείνη
που το αίμα μου πίνει
σαν γεμίζει ο κύκλος
με φως

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ























ΤΟ ΚΑΜΕΝΟ ΦΥΛΟ



Καμένο δέρμα πράσινο χρώμα
χίλιοι ανέμοι εμέ κυνηγούν
μια θάλασσα μαύρη
φωτιά μες στο δάσος
πονώ

ζωγράφε λυπάσαι
το χέρι σου τρέμει
το χρώμα μου σκούρο
μα τώρα πονώ

ποζάρω  με καύτρες
μαύρες οι γλάστρες
νερό μια σταγόνα
τρεκλίζει το γόνα
πονώ

σε τοίχο γραμμένη
μια λέξη καμένη
διαβάτης περνάει
απλά τη κοιτάει
το νόημα γράφει
κοιτάτε το Μάτι
γιατί

και γω όπου ζούσα
ζωή ναι με λούσα
ξερό να κοιτάω
και που πια να πάω
ο τάφος εδώ

κρυφά αναπνέω
με λόγια που λέω
αθάνατο μένω
μα πάντα ξερό

ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ




































Μίμης Χ. Γεωργόπουλος




Μίμης Χ. Γεωργόπουλος






ΚΑΙ ΓΩ ΠΟΥ ΖΩ …




 

Και γω που ζω μες στο κενό
δύο ποτήρια θε να πιω
σκύβω κεφάλι που κρατώ
στα δυό μου χέρια

χίλιες οι σκέψεις στο μυαλό
ένα μαντήλι πια στεγνό
ένα γιατί θε να κρατώ
μες στη καρδιά μαχαίρια

άχρωμα γύρω υφαντά
μία σαΐτα που κεντά
μαύρα προικιά τα δώρα

δεν έχω λόγια τι να πω
που’ σαι πατρίδα σε ζητώ
δώσε βοήθεια τώρα

τα σκαλοπάτια που κοιτώ
δεν οδηγούν μα το Θεό
παρά σ’ αποκαϊδια

αυτοί που βάζουν τις φωτιές
μαύρες θα έχουνε ψυχές
θανάτου τα παιχνίδια

και γω σκυφτή στη συμφορά
δύο σκαλιά μια μοναξιά
ημέρα τούτη μια καπνιά
φεύγω να μη κοιτάω

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ




















Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ( εδώ μάτωσαν )




Σύρμα αγκάθι  δρόμος απάτη
κάπνα ανάσα φωνή μου μπάσα
καώ

χέρι σπαράζει σύρμα μου φράζει
ψυχή μου στο τέρμα καύτρα στο δέρμα
καώ

δρόμος σοκάκι μπρος μου χαντάκι
φράχτης ο τάφος λόγια που γράφω
καώ

κόκκινες στάλες αίμα μου μπάλες
χρώμα στο χώμα τώρα
καώ

λάθη πληρώνω ξάφνου φορτώνω
σάρκες καμένες ψυχές πονεμένες
λυπάμαι τα νιάτα τα χάλια μας να τα
και γω στο φορείο καμένο θηρίο
νεκρό

στάχτη ο τάφος και πια μονάχος
στο σύρμα λουλούδι  δυο λόγια τραγούδι
νεκρού

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ



 























Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου





Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΧΑΜΕΝΟΣ






Τρέχω φωνάζω ψάχνω ρωτάω
στάχτη τριγύρω κορμί του να σύρω
απόν

κάπνα μαντάρα κόκκινη σχάρα
χέρια μου καίει χάρος μου λέει
απόν

όνομα είχε όμορφος ήταν
άραγε βρήκαν κάποιον που ζει

όχι δεν θέλω είδηση κείνη
φλόγα που σβήνει σ’ έρμο κορμί

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
































Η ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ!


Η ΣΙΩΠΗ....



Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Δημιουργίες του κ. Μίμη Χ. Γεωργόπουλου



ΜΟΝΑΧΟ ΤΟΥ ΤΟ ΣΩΜΑ




Το καμένο μου σώμα μοναχό του κοιτάει
δύο στάχτες μια καύτρα και στο νου δεν χωράει
το καμένο το σπίτι μία πράξη αλήτη
γιατί

μια καλύβα στο δάσος μία πράξη τι θράσος
τη ζωή να μου καίει και δυό λόγια μη λέει
γιατί

μία γύμνια γλυμμένη μία σάρκα καμένη
το χαμό μου μετράω στον καθρέπτη κοιτάω
γιατί

κι ο διαβάτης ο λίγος σαν τον χάρο διαβαίνει
που πιο κάτω πηγαίνει για να βάλει φωτιά
μα τι χέρι ετούτο πόσο στείρος ο πλούτος
της ψυχής του της λίγης
γιατί

δεν κρατώ σου κακία στάσου μόνο σ’ Αγία
προσευχή σου μονάχα σ’ εξωκλήσι αν βρεις
τη αρρώστια σου τάξε υποσχέσου και φράξε
τα ματάκια σου κλείσε δεν αξίζεις να ΖΕΙΣ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΠΑΛΤΟ



ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΠΑΛΤΟ


Μια σπίθα που καίει το παλιό μου παλτό
και γυμνός περπατάω μες σε φλόγες καπνό
αχ Θεέ μου καώ


συντροφιά μου η μόνη το παλιό μου παλτό
σαν κουβέρτα σκεπάζει στης βροχής το χαμό
στη ντουλάπα μια φλόγα δεν ρωτά το φοράει
στο παλιό μου μεράκι  μία κάπνα ορμάει


στο γυμνό μου το σώμα το παλιό μου παλτό
κάνε στάση στο λέω να καώ μα και γω


το παλιό μου μεράκι μια ζωή συντροφάκι
δεν στο δίνω πεθαίνω δεν φοβάμαι δώ μένω
μία στάχτη κι δύο ξαπλωτοί στο φορείο
ένας τάφος για δύο


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ




ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ





Περπατώ μες στη στάχτη
και μετράω σφυγμούς
σταματώ σ’ ένα φράχτη
με παρέα λυγμούς

ένας κόμπος με πνίγει
μία λέξη πριν φύγει
θανατέ μου τι θέλεις
βιαστικά ανατέλλεις

μια φωνή ξεχασμένη
μες στη στάχτη χωμένη
σιγοκαίει στην άκρη
μια σταγόνα το δάκρυ

ο αέρας κοπάζει
το καμένο τρομάζει
μια γυναίκα απούσα
αχ Θεέ να μπορούσα

τη ζωή που κοιμάται
το θηρίο βρυχάται
να γελάσω γλιστρώντας
μια πετσέτα κρατώντας

να διαβώ απ’ το χάρο
πριν με κάψει και με
μια ελπίδα στο φάρο
μια σανίδα Θεέ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ