Κυριακή 29 Μαΐου 2016

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου



Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΦΙΛΟΣ

΄

                          

Θάνατε φίλε της ζωής μια συντροφιά η λήθη
θα σε χορέψω με χαρά χωρίς να τ’ αρνηθώ
φόβος γλυκός και ήρεμος μουγκό το παραμύθι
μπερδεύω το σωστό

χωρίς το φίλο θάνατο μία ζωή χαμένη
αν δεν σε δω στο διάβα σου ο φόβος μου τρανός
μια χαρακιά στον τάφο μου βαθιά να’ ναι  γραμμένη
εκεί και ο σταυρός

δεν είσαι φίλος άγνωστος δεν είσαι φαντασία
έχεις αγάπη κι αρετή καρδιά όπου πονά
πολλές φορές και στο βωμό μου γίνεσαι θυσία
για κάποιον που πονά  

κερνάς μονά κερνάς ζυγά σαν παίρνεις μία φόρα
τα δύσκολα είναι απλά μου φαίνεσαι καλός
γιατρεύεις τόσο ήρεμα ακόμα και τη μπόρα
δηλώνεις συ σοφός

πότε σαν νιός μου έρχεσαι και πότε σαν το γέρο
αλλάζεις τέμπο τη φορά αλλάζεις και ρυθμό
αδυνατώ μα το θεό μπερδεύομαι το ξέρω
δεν ξέρω τι να πω

γράφεις λεζάντα τη φορά στοιχεία μαυρισμένα
ξεχνάς κακά μα και χαρές τραβάς προς δυτικά
τα παρατάς στη μοίρα τους να μένουν ξεχασμένα
με δάκρυ στη ματιά

κι όμως το ήθος της ζωής δεν σου κρατά κακία
κρατά μια σκέψη λογική αόρατη μορφή
στα έργα σου θα πω εγώ δεν βλέπω αδικία
η πράξη σου σωστή

είσαι καπνός στο νόημα δεν βλέπω τ’ όνομά σου
ψάχνω να βρω πορεία σου μπερδεύω το σωστό
μετρώ κρυφά τα βήματα και την κορμοστασιά σου
το στίγμα σου θολό

μη με κοιτάς όχι εμέ για κοίτα παραπέρα
προφήτεψε το μέλλον μου παράξενη μορφή
κι αν είναι να’ρθεις μην αργείς εκείνη την εσπέρα
και γράψε μια γραφή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






























Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΤΣΟΥΚΑΛΙ


           

Σκέψεις μαχαίρια μες στο νου εικόνες ξεχασμένες
γκρεμίζουν κάστρα τη φορά σαν έρχονται στο φως
φωτιά εσύ η κάπνα σου δύο ελιές καμένες
αγιάτρευτος καημός

άβυσσος μαύρος η ψυχή μια μοναξιά ετούτη
δυό τοίχοι που ξεθώριασαν κρατάνε τις χαρές
τα γράμματα κιτρίνισαν  σ’ ερμητικό σεντούκι
γι’αυτά ποτέ μη λες

τσουκάλι μαύρο στη φωτιά η κάπνα του θαμπώνει
μαυρίζει σκέψη μα και νου φουντώνει ο καημός
μία ζωή στη μοναξιά χωρίς να σου τελειώνει
τι δύσκολος ο βιός

χωρίς μιλιά εσύ κρατάς παρέα με τη θράκα
παρηγοριά το παρελθόν εκεί και η γιορτή
πόσες φορές δεν άκουσες τη λέξη για σταμάτα
να πάρεις μια πνοή

χαλκωματένιο στη φωτιά τσουκάλι σιγοβράζει
μια σιωπή και η φωτιά πυρώνει τον καημό
λιθάρι χρωματίστηκε με χρώμα που τρομάζει
δεν θέλω να το δω

το κάρβουνο χρωμάτισε τσουκάλι μα και σκέψη
φακιόλι μαύρο στα μαλλιά τα κάνει σκυθρωπά
ο ουρανός συννέφιασε κοντά είναι να βράξει
μη σβήσει η φωτιά

εικόνες άλλης εποχής σε χρόνια ξεχασμένα
μνήμες μαχαίρια κοφτερά εξήγηση καμιά
και τώρα βλέπεις να περνούν μπροστά σου γερασμένα
τετράδια παλιά

τσουκάλι μαύρο μη ρωτάς θα κλάψεις αν ρωτήσεις
θ’ ακούσεις σάλπιγγα βουβή το χθες είναι πληγή
κι αν θα διαβάσεις τα γραπτά στα σίγουρα δακρύσεις
για περασμένη σου ζωή

σαν το τσουκάλι άκουσε καπάκι του χτυπάει
η φλόγα εδυνάμωσε η Βάβω το κοιτά
ένας καημός η σκέψης της ξανά πισωγυρνάει
ακόμα μια φορά

και τη φωτιά μη την κρατάς ακόμα αναμμένη
άστη να σβήσει μαλακά τσουκάλι μου μικρό
η θράκα σου στη μνήμη μου θα μένει φωτισμένη
ακίνητος κοιτώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
 















































Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

ΑΡΜΥΡΑ ΜΟΥ



                   

Ένα σου χάδι σου ζητώ μεγάλο πανηγύρι
είσαι το χάδι στη γιορτή η πρώτη του χορού
που κέρδισε μία πρωτιά αυτή όπου θα σύρει
το μπάλο του γιαλού

το λυγερό κορμάκι σου μια πιρουέτα κάνει
λικνίζεσαι μ’ένα ρυθμό αέρας που φυσά
στο πρόσωπό μου γίνεσαι το χάδι όπου φτάνει
αρμύρα μου γλυκιά

τα κύματα χορεύουνε μια μουσική φωνάζει
στην αμμουδιά ξαπλώνουνε ο ήλιος να τα δει
μια έκφραση περίεργη φαινόμενο που στάζει
αλάτι μες στη γη
βλαστάρι συ ευλύγιστο με μπάτη συ χορεύεις
το ντύσιμο ανέμελο κουρσάρος στη ζωή
κι όταν στη πίστα συ βρεθείς τον θεατή παιδεύεις
ακόμα συ παιδί

κύκνος εσύ ολόασπρος φοβάμαι θα πετάξεις
μη μου ανοίγεις τα φτερά δεν θέλω να πετάς
να κολυμπάς στη λίμνη σου κοντά μου συ ν’ αράξεις
μικρή αν μ’ αγαπάς

αρμύρα μου το σώμα μου το έλουσα για σένα
με θάλασσα που μάζεψα η σάρκα ξεραθεί
κι αν θέλεις ρώτα να σου πω τι είσαι συ για μένα
μικρή μου καλλονή

είσαι αρμύρας μενταγιόν κοχύλι όπου λάμπει
είσαι μια κόρη του γιαλού νεράιδα μιας γιορτής
είσαι ολόασπρο παπί ένας γιαλός σαν τζάμι
κουβέντα συ μη πεις

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ














 

Τρίτη 24 Μαΐου 2016

ΞΥΠΝΑ ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ…




           
( αφιερωμένο στη παλιά μου γειτονιά
              Μεσολόγγι

Μικρά τα σπίτια φτωχικά δυό κάμαρες και κάτι
μία αυλή πλακόστρωτη λουλούδια στη σειρά
μια γειτονιά ησύχαζε στο σάλτσινο μονάχη
στη μνήμη μου ξανά

ξύπνα μικρή μου κι άκουσε του γέρου μοιρολόι
ο χρόνος όπου πέρασε κρατά μια συντροφιά
σταμάτησαν οι δείκτες σου παλιό μου συ ρολόι
του νου μου συ γιαγιά

δεν θα περάσω να σε δω κρατώ παλιές εικόνες
δεν τις μπολιάζω τις κρατώ σαν θύμηση παλιά
τις βλέπω τώρα ζωντανές κι αν πέρασαν αιώνες
στα σπλάχνα χαρακιά

κάθε φορά μια ταραχή γαϊτα που ψαρεύει
με δίχτυ κλείνει το στενό φραγμός να μη διαβώ
ο έρωτας μία φορά την ομορφιά σμιλεύει
τις μνήμες μου κρατώ

κόρη εσύ μεγάλωσες μα που να το πιστέψω
μία μορφή εγώ  κρατώ τις μπούκλες τις ξανθιές
το χτένισμά σου παιδικό τη μπούκλα σου θα κλέψω
σαν θαυμαστής του χθες

ξύπνα μικρή μου κι άκουσε μινόρε της καρδιάς μου
στο σούρουπο στη σιγαλιά δυο στάλες να κυλούν
μια μελωδία έγραψα για σένα αφεντιά μου
τα χρόνια μη περνούν
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ





























Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Η ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΑ

     

  


Και συ που σπρώχνεις και χτυπάς τον άλλον εαυτόν σου
αγάπη μάθε πως πονάς τα γράμματα πατάς
τη μάθηση δεν αγαπάς μπερδεύεις το κακό σου
κομμάτια σου μετράς


διαλέγεις βία μα που πας μορφώνεσαι αδίκως
σχολειό όπου εμίσησες δεν βγάζει σε καλό
επόνεσες τους φίλους σου σαν έγινες ο λύκος
θεριό μοναδικό


τα γράμματα που έμαθες εσέ δεν ακουμπάνε
δεν άκουσες το Δάσκαλο βιάστηκες θα πει
ο ανδρισμός ωρίμασε τα μπράτσα σου χτυπάνε
θαυμάστε αντοχή


κι ο φίλος σου που σου μιλά με τόση καλοσύνη
επιμελής στα γράμματα προκόβει στη ζωή
η στάση σου τι άδικο την πόρτα σου τη κλείνει
και χάνεις μια γιορτή


κι αν θέλεις τώρα άκουσε τα λόγια του Δασκάλου
και πρόσεξε το μάθημα μικρέ μου μαθητά
και μη μπερδεύεις το κακό με τη μορφή του άλλου
μπορείς να πας μπροστά


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ




































  

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ

                        
Μία καλύβα το σαράι κουρελούδες τα χαλιά του
μία τρύπα στο νταβάνι που τ’ αστέρια συ μετράς
μια δροσιά μέσα στο σπίτι τρεμοπαίζει η μιλιά του
για το τζάκι μη ρωτάς

μια σημαία στο κοντάρι Ελλαδίτσα μου φτωχή
ρε πατρίδα μου μεγάλη πάντα στέκω προσοχή
και με δύναμη που σχίζει σαγαπώ με μια φωνή
χάρισέ μου το ψωμί

η καλύβα μου παλάτι το όνειρο μου το φαρμάκι  
πότε ζέστη πότε κρύο κατσαρόλα αδειανή
νερομπλούτσα μεσημέρι νερομπλούτσα το βραδάκι
πάντα ίδια συνταγή

μία πόρτα που δεν κλείνει ένας κλέφτης τι να πάρει
έξω φτώχια θα χορέψει το χορό της ξεγνοιασιάς
είναι γέρος παλικάρι αν γλιστρήσει θα τουμπάρει
καραγκιόζη μη γελάς

φιλοσοφείς καημένε μου και κάνεις πως δεν βλέπεις
ρίξε δυο ξύλα στη φωτιά να κάψεις το κακό
κι αν το στομάχι σου πεινά να μη του επιτρέπεις
ετούτο το χορό

      λόγια που ‘χουν σημασία το χεράκι του κουνάει
μια σκιά χοροπηδάει στο μπερντέ χρωματιστή
ένα όραμα μετράει ο φτωχός πάντα πεινάει
η φρατζόλα ακριβή

θέατρο σκιών ετούτο με διάφορες φιγούρες
ξόανα καλοντυμένα και με λόγια αηδίες
ακριβά τα δεκανίκια με ολόχρυσες μαγκούρες
του μπερντέ οι ιστορίες

η παράσταση τελειώνει το συμπέρασμα δικό σας
πότε γέλιο πότε ψέμα πότε πόνο στη καρδιά
κι αν εσείς μου μπερδευτείτε πέστε λάθος τ’ ονειρό σας
στην υγειά σας ρε παιδιά

ΜΙΜΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ







































Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ( Μεσολόγγι )




σοκάκι του το γνώριμο δυό βήματα πληρώνει
μια μοναξιά τριγύρω του παράθυρα κλειστά
γυρνά στα πίσω δεν μιλά το σήμερα ματώνει
ψυχή που περπατά

αγρίμι γίνε ήρεμο και άσε να περάσει
τα γηρατειά πληρώνουνε το γύρισμα πονά
και το ποτό όπου ζητά με πόνο θα κεράσει
τα χρόνια τα παλιά

κλείνει τα μάτια δεν κοιτά πεζούλι ξεχασμένο
πόσες φορές δεν κάθισε μικρός να ξεχαστεί
παιχνίδι που τελείωσε κορμάκι κουρασμένο
κι αυτός αναπολεί

σοκάκι τώρα τόσο δα στη φαντασία του μεγάλο
τα παιδικά του όνειρα παιχνίδια στη ζωή
ο πρώτος του ο έρωτας της φύσης το σινιάλο
κρατά μια αντοχή

σούρουπο στράτα τον πονάς η σιγαλιά εικόνες
βαριά τα βήματα θα πει ζωή είσαι γλυκιά
κι πληρωμή μα πιο γλυκιά κι αυτή έχει κανόνες
παιχνίδια στα στερνά

γυρνά σελίδες άκομψα ανάποδα ο χρόνος
το σήμερα ανάκατο με μπόλια απ’ το χθες
χαρά του τα δυό βήματα το κέρδος του ο πόνος
θα’ ρθει πολλές φορές

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ