Ξένος αυτός γεννήθηκε ξένος θε να πεθάνει
της φτώχειας μεροκάματο φαί αναζητά
ίσως να ζήσει δυό λεπτά ακόμα ίσως φτάνει
καρβέλια ονειρεύεται σταράτα ζυμωτά
Το κατσαρόλι που κρατά σκουριά για μεσημέρι
σκλαβιά παράλυτο σφυρί στ’αμόνι δεν χτυπά
τι να του πεις για λευτεριά το μόνο όπου ξέρει
λίγο φαί χωρίς πολλά ετούτο σου ζητά
Μα κι ο σκληρός ο κλίβανος της φτώχειας το καμίνι
τους έκαψε τα όνειρα γνωστή η συνταγή
το τραύμα αθεράπευτο μες στη καρδιά θα μείνει
να μένει πάντα ανοιχτή εκείνη η πληγή
Τα πρόσωπα δυό έννοιες ανθρώπινες φιγούρες
Το όνειρο χορτάριασε η σάρκα τους γυμνή
το βοσκοτόπι κέρασε δυό ξύλινες μαγκούρες
να περπατάνε στη ζωή σαν να’ναι δυο κουτσοί
Και συ μικρή που δεν γελάς με ρούχα μπαλωμένα
οι σόλες σου το δέρμα σου χαλίκια σε πονούν
δύσκολα χρόνια θα μας πουν ετούτα τα καημένα
το χάραμα εθόλωσε δυο μάτια σε κοιτούν
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου