Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

ΜΙΑ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ΤΑΥΡΟΜΑΧΟΣ



Τρελό φυτό που γέμισες με αίμα την αρένα
τον ταύρο που εσκότωσες μια ψεύτρα είσ’ εσύ
το κόκκινο το χρώμα σου χρωμάτισε σαν αίμα
και πόζαρες τρανή  

ο ταύρος δεν σκοτώνεται με κόκκινο σου χρώμα
μπορεί ο κάμπος κόκκινος να μοιάζει με πανί
παιχνίδι που φαντάστηκες μες στου αγρού το χώμα
τρελή μου παλαβή

το χρώμα σου παρέσυρε τη σκέψη σου για δράση
και φύτρωσες στο γήπεδο σαν κόκκινο πανί
νομίζοντας ο ταύρος σου πως έχει πια δειλιάσει
ολέ μία φωνή

τρελό λουλούδι κόκκινο το χρώμα σου πληγώνει
ζητάς το ταίρι στα τυφλά μιλάς Ισπανικά
γύρνα στον κάμπο να χαρείς μη κάνεις το παγόνι
παιχνίδι στα τυφλά

μια Ελληνίδα κόκκινη του κάμπου συ καμάρι
φυτρώνεις μόνη στους αγρούς γλυκιά μου καλλονή
κι αν θέλεις ταύρο βρες τον να που ζει μες στο χορτάρι
μια άνοιξη εσύ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


  











Η ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ





          
Ένα στεφάνι έπλεξα ο έρωτας φωλιάσει
λουλούδια που ανθίσανε ο κάμπος ζωγραφιά
κι ο καλλιτέχνης μέθυσε που έτρεξε να φθάσει
να γράψει δυο γραπτά


σε άνθος που ξεχάστηκε για τούτο θε να γράψω
μικρή καρδιά αδύναμη το είναι του βουβό
μια παπαρούνα κόκκινη τη ρίζα της θα ψάξω
να βρω το μυστικό


σε βράχο πως εφύτρωσες τρελή μου παπαρούνα
ποια τραμουντάνα φύσηξε και σ’ έσπρωξε εδώ
μήπως μου φόρτωσες εσύ τα βάσανα σε σκούνα
και είπες στο καλό


δυο αντιθέσεις χρώματος περίεργα φωλιάζουν
γκρίζος ο κάμπος στο χαρτί παντρεύει τον ανθό
στοιχεία ασυνήθιστα στον πίνακα τρομάζουν
τη λύση δεν θα βρω


μια παπαρούνα κόκκινη στου βράχου τη σχισμάδα
σκαρφάλωσε περίεργα τρελή μου ζωγραφιά
την άνοιξη τραγούδησε Μαγιάτικη καντάδα
γλυκιά εσύ ρουφιά


μου μπάταρες ζερβά εσύ σαν σκέρτσο η φιγούρα
είναι ο πόνος σου βαρύς για πες μου που πονάς
κι τραμουντάνα σαν φυσά γυρίζεις σαν τη σβούρα
τον κάμπο χαιρετάς


κάνεις το βράχο φίλο σου κι αυτός σου ψιθυρίζει
δυο λόγια μόνο στα κρυφά τρελή πρωτομαγιά
παράτησες τον κάμπο σου το βράχο κοκκινίζεις
με κόκκινη μπογιά


κόκκινο χρώμα ο ανθός αιμάτωσε σαν ψέμα
εμπέρδεψε τη ζωγραφιά γλυκιά πρωτομαγιά
και το φλουρί που έριξες στη λίμνη σου σαν κέρμα
να ξέρεις σ’ αγαπά


κάνω να φύγω σταματώ δυο βήματα πιο πέρα
θα ζωγραφίσω τον ανθό πρωτότυπο αυτό
της φύσης έργο σπάνιο σαν φύτρωσε σε ξέρα
ετούτο το φυτό


και γω μικρός σαν θαυμαστής μπροστά σου μαρμαρώνω
χάνω τα λόγια δεν μπορώ να πω το σ’αγαπώ
σαν καλλιτέχνης βρέθηκα με σκέψη που πληρώνω
το θέμα ακριβό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 28 Απριλίου 2015

ΤΟ ΜΑΥΡΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ



Ένας καπνός μια χόβολη μια φλόγα σιγοκαίει
ένας καημός η σκέψη της ρυτίδα μαρτυρά
γιαγιά στο τζάκι μοναχή χωρίς μιλιά να καίει
τα βάσανα πολλά

ριχτό φακιόλι στα μαλλιά δυο ρόζοι η ψυχή της
γριά γυναίκα κράτησε τη φλόγα της ζεστή
κι ο κάματος εικόνα της κρατά την αντοχή της
δουλειά απ’ το πρωί

μαύρο τσουκάλι μάντεψε ποιο είν’ το ριζικό της
κάμε το νόστιμο φαί να μοιάζει με χαρά
και σκόρπισε στον άνεμο εκείνο το σκοπό της
φλογέρα που φυσά

τα δακρυσμένα γηρατειά θολώνουν τη ματιά της
κλειστά τα μάτια της κρατά βουλιάζει η χαρά
σαν ρίχνει όλα τα προικιά απάνω στη φωτιά της
μια σκέψη τα παλιά

τα γηρατειά δεν παίζονται τα χρόνια μαρτυράνε
ώρες ατέλειωτες βουνό σκληρή η αντοχή
άσπρα μαλλιά στη κεφαλή τα βάσανα μετράνε
μια άλλη εποχή

φτωχή καρδιά ο λύχνος σου η κάμαρα φωτίζει
βελέντζα που εσκέπασε το γέρικο κορμί
ο πίνακας ασπρόμαυρος το τοίχο να στολίζει
χαλί από μαλλί

βάβω εσύ που δεν μιλάς μπροστά σ’ένα τσουκάλι
ακούς συχνά χαράματα φωνές και ουρλιαχτά
λόγια που λες χωρίς μιλιά με ήχο το τσακάλι
το είναι σου σκιά

δεν σε ρωτώ δεν μου μιλάς η σκέψη σου σοφία
τα γράμματα που έμαθες βιβλία του αγρού
όχι τα λόγια κράτα τα κρυφή η θεωρία
ρητό κάποιου χρησμού

στη μοναξιά σου έντυσες κορμί να μη κρυώνει
το χιόνι το αψήφησες γερό εσύ σκαρί
μία ζωή με σύνεση με τέχνη τη μπαλώνει
το άσπρο σου μαλλί 

κι αν το τσουκάλι μαύρισε με σύννεφο που βάφει
είναι το χρώμα του χωριού τα ξύλα του βουνού
παίρνει μπογιά του τσουκαλιού το βάσανο που γράφει
ρητό κάποιου σοφού

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ







Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Η ΚΟΡΝΙΖΑ



Μπροστά μου στέκει τη κοιτώ αμίλητη εικόνα
βαθιά ανάσα τι να πω στιγμή μοναδική
αστέρι ήταν φώτισε της θάλασσας γοργόνα
μες στη καρδιά μου φώλιασε ετούτη η μορφή

Θα τη κρατώ στα χέρια μου ετούτη τη κορνίζα
διαμάντια έχει γύρω της το στόλισμα βαρύ
λαμποκοπά η σκέψη μου απότομα σαν είδα
τα γελαστά τα μάτια της φανταστικό παιδί

Ο έρωτας περίεργος αδιάβαστο βιβλίο
αδύνατο το διάβασμα το βάρος του βαρύ
σαν μαθητής σταμάτησα σε τούτο το σχολείο
τη μάθηση ξανάρχισα εγώ απ’ την αρχή

και η δασκάλα μια αυγή μπροστά να με κοιτάει
βαθμολογεί περίεργα να ζω η να μη ζω
εργόχειρο αόρατο μες στο σχολειό κεντάει
και γω αρχάριος θνητός αμήχανα κοιτώ

Αλλάζω θέμα ζωγραφιάς καρδιά μες στη κορνίζα
το δώρο μου περίεργο εξήγηση καμιά
το δένδρο που εφύτευσα επότισα τη ρίζα
για να φυτρώσει με τη μια ψηλή βελανιδιά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ










Η ΕΚΔΡΟΜΗ

 

Όνειρο σκέψη εκδρομή μια ταραχή φευγάτη
λέξεις μουγκές δεν λέγονται το βλέμμα ντροπαλό
μια σιωπή ξεκάθαρη μια όρεξη χορτάτη
σενάριο χρυσό

στίχοι δυο λόγια ποίηση λουλούδι που μυρίζει
μια λάμψη όπου φαίνεται κι αυτή μικρό παιδί
μια εκδρομή συναίσθημα στον άλλον να χαρίζει
γνωστή διαδρομή

μέρη γνωστά πικρές στιγμές με πρόσωπα χαμένα
εικόνες κείνες παιδικές ο δρόμος σου γνωστός
χωριά μικρά να συναντάς αλήθεια ένα – ένα
κι ο λόγος σου βουβός

παιχνίδια κάνει η ζωή στον έρωτα στη ζήση
μπερδεύει συναισθήματα τις λύπες με χαρές
το σήμερα το παρελθόν θέλει να συναντήσει
σε τούτες τις στιγμές

μα κείνο τώρα που μετρά είναι το πανηγύρι
το άγνωστο μου χάρισε μια λήθη στα παλιά
και η καλή που στάθηκε μου κάνει το χατίρι
να ‘ρθω εδώ ξανά  

γίνε λοιπόν εσύ μικρός και τρέξε για τη λίμνη
ρίξε μια πέτρα στο νερό κυκλάκια για να δεις
για να ξυπνήσεις αρετές που μείνανε στη μνήμη
αλήθεια αν μπορείς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΥΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ


 
                                   
Δυο χελιδόνια πέταξαν χαρά στο πανηγύρι
το γέλιο άνθισε με μιας ανοίξανε πανιά
χαρά ο έρωτας θα πιει με τούτο το ποτήρι
σαν γλύκανε το βλέμμα τους τη όμορφη ματιά


Δυο ψυχές σαν ξόβεργες κολλάνε στην αγάπη
σαν τις μιλάς δροσίζεσαι πετάς σαν αετός
μια καλοσύνη γύρω τους δεν είναι αυταπάτη
το χάδι τους ανάλαφρο γλυκόπιοτος καημός


Σε παρασύρουν σε χορό μια κίνηση ζωγράφου
που χάραξε το σχέδιο σαν πέταγμα πουλιού
κι ο θαυμασμός ο ξέχειλος να σου φωνάζει στάσου
να σου χαϊδέψει το κορμί μια γεύση του μελιού   


Ντουέτο σεις στα σύννεφα μια ταξιδιάρα σκέψη
δεν σταματάτε πουθενά ταξίδια μακρινά
το γέλιο σας ατέλειωτο αιώνια η τέρψη
χαμόγελα ακούραστα χρυσά είν’τα φλουριά


Τα πρόσωπα ξεκάθαρα σαν άνοιξη ανθίζουν
σημάδια αβασάνιστα τρελές οι αγκαλιές
τα μάτια τους χαμόγελα απλόχερα χαρίζουν
δυό χελιδόνια πέταξαν τ’ανέμου οι πνοές  


Κι αν είσαι γέρος ή παιδί μπροστά τους σατιρίζεις
τις δυσκολίες της ζωής τις κάνεις να γελούν
αφού μεθάς με χωρατά με πάθος συ δακρύζεις
υπερηφάνεια στη καρδιά αν κάποιοι σ’αγαπούν


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

   

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

H KOΡΝΙΖΑ

 


Μπροστά μου στέκει τη κοιτώ αμίλητη εικόνα
βαθιά ανάσα τι να πω στιγμή μοναδική
αστέρι ήταν φώτισε της θάλασσας γοργόνα
μες στη καρδιά μου φώλιασε ετούτη η μορφή


Θα τη κρατώ στα χέρια μου ετούτη τη κορνίζα
διαμάντια έχει γύρω της το στόλισμα βαρύ
λαμποκοπά η σκέψη μου απότομα σαν είδα
τα γελαστά τα μάτια της φανταστικό παιδί


Ο έρωτας περίεργος αδιάβαστο βιβλίο
αδύνατο το διάβασμα το βάρος του βαρύ
σαν μαθητής σταμάτησα σε τούτο το σχολείο
τη μάθηση ξανάρχισα εγώ απ’ την αρχή


και η δασκάλα μια αυγή μπροστά να με κοιτάει
βαθμολογεί περίεργα να ζω ή να μη ζω
εργόχειρο αόρατο μες στο σχολειό κεντάει
και γω αρχάριος θνητός αμήχανα κοιτώ


Αλλάζω θέμα ζωγραφιάς καρδιά μες στη κορνίζα
το δώρο μου περίεργο εξήγηση καμιά
το δένδρο που εφύτευσα επότισα τη ρίζα
για να φυτρώσει με τη μια ψηλή βελανιδιά


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ












 

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

Η ΈΞΟΔΟΣ




               Η  ΗΡΩΙΚΗ ΕΞΟΔΟΣ
                 10 Απριλίου 1826

Κρατήσου πόλη βράδιασε περίεργη αντάρα
ανάσες πολυτάραχες με μάτια ανοιχτά
κρατάνε όπλα και σπαθιά οι άνδρες στην αράδα
σε λίγο ξεμπουκάρουνε τα στόματα κλειστά

Ήλιε μη βγεις στο ξέφωτο η νύχτα θα μακρύνει
απόψε κάνουν έξοδο στο χέρι το σπαθί
το θάνατο εδιάλεξαν κι η δόξα ας τους κρίνει
παράδειγμα αθάνατο ετούτη η στιγμή

Κράτα γυναίκα το παιδί και συ μωρέ σημαία
βάλε καινούρια σου στολή το αίμα να φανεί
κι αν λαβωθείς μην αρνηθείς εκείνη την ιδέα
ελευθεριά η θάνατος αδούλωτη ψυχή

Κρατά με σθένος το σπαθί με χέρι ματωμένο
φωνές και κρότοι των σπαθιών μπερδεύουν την ηχώ
δεν ξεχωρίζεις νικητή μα ούτε ηττημένο  
ασύλληπτο ιστορικά αυτό το μακελειό

Σηκώνει χέρι με σπαθί ασήμι στον αέρα
φωτίζει η λάμα σαν αυγή τα στήθια του γυμνά
ποτίστηκε κοκκίνισε η αρμυρή η ξέρα
μια ζωγραφιά ασύλληπτη σε τούτο τον καμβά


Φωνές ανδρών πολεμιστών φωνές και λαβωμένων
ένας ψαλμός απίστευτος ραγίζει η καρδιά
προσπάθεια για λευτεριά ανδρών πολιορκημένων
το νυχτοπάλεμα αυτό κρατά για τα καλά

Ρίξε το βόλι στη καρδιά τον ήρωα σκοτώσεις
τη πίστη του τη χάιδεψες ελάβωσες σκιά
την ιστορία δεν μπορείς εσύ φτωχέ ν’αλώσεις
Μεσολογγίτικη καρδιά γελά στη μαχαιριά

Μα σαν ακούστηκε φωνή τη νύχτα όλοι πίσω
το τέλος τότε γράφτηκε με γράμματα χρυσά
κι η δόξα εψιθύρισε σε λίγο δεν θ’αργήσω
να στεφανώσω Έλληνα της πόλης ιερά  

Κι όταν η δόξα έφθασε αργά τα βήματά της
καημός θανάτου η πνοή ακίνητη κοιτά
μετρά κορμιά με σπαραγμό πολλά τα θύματά της
σε πόλη που μαρτύρησε η δόξα σταματά

Κι αν βάφτηκε με κόκκινο ετούτη δω η πόλη
κι αν σώπασε και το πουλί στο πόνο της σφαγής
υπόκλιση με σεβασμό η οικουμένη όλη
χωρίς μιλιά θε να σταθεί σε στάση προσοχής

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ

Δια χειρός Μίμη Χ.Γεωργόπουλου