Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Μίμης Χ. Γεωργόπουλος


ΒΑΡΚΑΔΑ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ



    

Στρώσε δυό φύκια στο γιαλό και στόλισε τη βάρκα
η μάγισσα στην κουπαστή εικόνες μες στο νου
λύσε το κάβο μάστορα να πάω γω μια τσάρκα
στο πάρκο του νερού

και συ μαΐστρε φίλε μου μία δροσιά γι’ απόψε
κάνε τη βόλτα όνειρο τον έρωτα παιδί
και τον ανθό της θάλασσας παράκληση για κόψε
για τούτη τη στιγμή

φεγγάρι ήλιος τη φορά ο παφλασμός δικός σου
γλυκό νερό θαλασσινό αλάτι νοστιμιά
φάρος  λαμπρός φυτεύτηκε το φως του οδηγός σου
πιο όμορφη καμιά

μια σκέψη που ξεχάστηκε στο πέλαγος μιλάει
φωνή μουγκή π’ ακούγεται ταράζει παρελθόν
ο βούρκος επρασίνισε η θάλασσα γεννάει
το χθες με το παρόν

τσάρκα εσύ θαλασσινή βαρκούλα που γλιστράει
σαν βέλος όπου μάτωσε καρδιά που νοσταλγεί
το χρόνο της απότομα περίεργα μετράει
μια βόλτα κι όπου βγει

ΜΙΜΗΣ  ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ















































ΔΙα χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου




Μίμης Χ. Γεωργόπουλος






Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου



Ο ΔΡΟΜΟΣ







Κάδρο εσύ μια ζωγραφιά ένα στενό της μοίρας
μια πόζα δύο χρώματα μια πινελιά μισή
εικόνα τούτη γνώριμη μα τι χαρά που πήρα
με σκέψη περισσή

ζωγράφε πότε βρέθηκες σε τούτον δω το δρόμο
το έργο σου κατάλληλο σε γέρους που γερνούν
το κρέμασες στην έκθεση το δώρισες  στον κόσμο
ψυχές για να πονούν

παλιά εικόνα γειτονιάς πλακόστρωτο σοκάκι
πόσες φορές δεν γλίστρησα σαν ήμουνα παιδί
ψιλόβροχο που έκανες ερωτικό βραδάκι
στην άξαφνη βροχή

δρόμε εσύ της ομορφιάς αθάνατος θα μείνεις
μέσα στο νου που φώλιασες σελίδες σου μετράς
καμιά φορά σιωπηρά ξέρεις εσύ τι πίνεις
χωρίς να μας μιλάς

κι αν στέκω γω τώρα εδώ μπροστά σου μ’ ένα βλέμμα
σαν απολίθωμα ξερό χωρίς να σου μιλώ
μη με ρωτάς δεν θα σου πω πάρα μονάχα ψέμα
πως τάχα δεν πονώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ













































Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ





Άνεμος συ το όνειρο τα σύννεφα αντάρα
μια σκέψη τα μεσάνυχτα η μόνη συντροφιά
αχτίδα φως σαν τρύπωσε σε πόρτας χαραμάδα
στο νου μου μαχαιριά

μαΐστρε συ μοσχόβολε για πού καλέ πηγαίνεις
σέρνεις μαζί σου φρόκαλα και φύκια σου ξερά
κάθε φορά σιωπηρός μπροστά μου συ διαβαίνεις
νερά σου αρμυρά

πλάσε λοιπόν μια θάλασσα με βούρκο στο μυστρί σου
κορμί παρθένας λυγερής το κύμα σου σφυρί
άνεμε συ τεχνίτη μου η γνώριμη φωνή σου
με κάνει σαν παιδί

παλίρροια με χάιδεψε σαν νότισε το χέρι
μια αίσθηση περίεργη μαζί με ταραχή
σαν ξύπνησα εκοίταξα πως ήταν μεσημέρι
δυό στάλες η βροχή

βασανισμένο μου κορμί εικόνες πόσες λέξεις
χίλιες οι θύμησες θαρρώ ξεχνιέμαι με ποτό
άνεμε συ με κέρασες χίλιες φορές τις έλξεις
χωρίς να στις ζητώ

αρμύρας φάντασμα εσύ απρόσκλητα χαϊδεύεις
ξυπνάς εικόνες παιδικές ανθρώπων που δεν ζουν
νοσταλγικά θα σου το πω γλυκά εσύ παιδεύεις
σε σπλάχνα που πονούν

κι αν σ’ αγκαλιάζω δυνατά και με τα δυό τα χέρια
το κάνω δίχως λογική αυθόρμητα κλεφτά
κι αν περπατώ στη μοναξιά με ήλιου μεσημέρια
το κάνω γελαστά

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Η ΛΙΜΝΗ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ














Κρεβάτι στρώμα αρμυρό σεντόνι άσπρο φύκι
αλάτι θάλασσα εσύ τα μάτια σου κλειστά
γαϊτα μόνη αραχτή καμάκι με σταλίκι
η νύχτα δεν περνά

φεγγάρι στον ορίζοντα σαν φλούδα από πεπόνι
γαλήνη θάμπος ουρανού αστέρια να μετράς
θαλασσινός ο κούκος σου να είναι το τριζόνι
ανάσα σου κρατάς

όνειρο συ απλώθηκες ξεπέρασες το μέτρο
χρωμάτισες με χρώματα που βλέπουν το βυθό
κι ο πίνακας σου πρόδωσε το αρμυρό του σκέρτσο
κρυφό το μυστικό

διαβάτη στάσου ως εδώ αν θέλεις συ κοιμήσου
τα βήματά σου θόρυβος ξυπνούν αστροφεγγιά
κι αν ζαλιστείς μη φοβηθείς σε πάσαλο κρατήσου
σ’ αυτή τη σιγαλιά

θα την σκεπάσω τη μικρή το βράδυ μη κρυώσει
με φύκια όπου μάζεψα στον έρημο γιαλό
θα της ζητήσω ντροπαλά ένα φιλί μου δώσει
αφού την αγαπώ

ύπνε εσύ η ζήλια μου το χάδι σου αέρας
φωνή βουβή τα λόγια σου σαν ποίημα βραδιάς
θα ξενυχτήσω για να δω το όνειρο ημέρας
πληγή εσύ καρδιάς

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ