Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου






Δια χειρός Μίμη Χ. Γεωργόπουλου


Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ








Κάτι σαλεύει μες στο νου
εικόνες παθιασμένες ένας μαΐστρος
του νοτιά χαϊδεύει το κορμί
θα περπατήσω στα ρηχά
ξυπόλητος στα φύκια
θαλασσινή μορφή

μαντήλι άσπρο στα μαλλιά
χαμόγελο κρυμμένο
μορφή αυτή ελεύθερη στο βάθος κατοικεί
δεν σου μιλά δεν σου γελά
μα ούτε και σαλεύει
απέραντη σιγή

χαρακωμένο της κορμί πασσαλωμένη ζύμη
φύκια ξερά που άσπρισαν
αλάτι σαν γλυκό
φαινόμενο αφύσικο
και γω μωρέ στην πρύμη
λουλούδι αρμυρό

πελάδα έχει για καρδιά το κύμα της να σβήνει
μια αμμουδιά απέραντη
δαντέλα ο αφρός
δύο κοχύλια ξάπλωσαν
στην ερημιά σαν φίλοι
σε σάλτσινο νωπό

ένα γλαρόνι σώπασε ο ήχος ταξιδεύει
σέρνει γαϊτα στ’ ανοιχτά
λοξό έχει πανί
απόνερα σαν τρίγωνο
νερό σαν αυλακώνει
ματώνει η καρδιά

ω! θάλασσα τι έζησες το κλάμα σου ξενύχτι
φεγγάρι που εφώτισες
μια έμπνευση κρυφή
ζωγράφοι όλοι ποιητές
το χρώμα καρδιοχτύπι
τα έργα τους φωτιά   

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ











Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΠΑΛΙΟ ΜΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ



           
Χορεύοντας η θάλασσα χαιρέτισε την πόλη
παράξενο φαινόμενο μια γλίνα καταγής
η λίμνη σαν ξεχείλισε εφύτρωσε το μπόλι
εικόνα συ να δεις

σπίτια μικρά να μοιάζουνε βαρκούλες σαν γαϊτες
πόρτες κλειστές ιβάρια μου αυλές καλαμωτές
ψαράδες αυτοσχέδιοι να μοιάζουνε σαν χτίστες
τι όμορφο το χθες

κρατώ το χρόνο βάσανο τα νιάτα δεν γεράζουν
γυρίζω πίσω τρέχοντας το όνειρο που ζει
άνθρωποι φίλοι έρχονται τη μνήμη τη ταράζουν
μια γειτονιά μιλεί

έρωτα συ αγάπησα εικόνα περασμένη
αθώα κείνη η μορφή η φύση να μιλεί
πότε υγρή αρμύρα μου και πότε στεγνωμένη
πελάδα μου μικρή

παλιά μορφή που κράτησες τη σκέψη μου για πάντα
το χρόνο εσταμάτησες ο πίνακας βουβός
μνήμες πολλές εθάφτηκαν μες στο μυαλό για πάντα
και γω ο νοσταλγός

και συ παλιό πως πέρασες που έσβησες το ψάχνω
να καταθέσω μνήμες μου εικόνες παιδικές
και να ξηλώσω ξύλο σου σαν φυλαχτό να το’χω
θυμίζοντας το χθες

πολιτισμέ μου βάνδαλε δεν θέλω να σε βλέπω
κατέστρεψες το κάλλος του που ψάχνω να το βρω
αν με ρωτούσαν θα’λεγα πως δεν στο επιτρέπω
να χτίζεις σε γιαλό

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ






















Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2016

Δια χειρός Μϊμη Χ. Γεωργόπουλου




Ο Α-ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

     

Σαν άκουσε της γης το μέγα καρδιοχτύπι
σταυρό εσήκωσε θαρρείς στους ώμους ν’ ανεβεί
την ανηφόρα μοναχός με δάκρυα και λύπη
τον κόσμο για να δει

δαρμένο σώμα μάτωσε πληγές που δεν πονάνε
λόγια απλά μα δύσκολα βουβά χωρίς μιλιά
αν τα μαντέψεις κέρδισες μες στη καρδιά χωράνε
βαριά κληρονομιά

το ποίημά σου όνειρο αξήγητο θα μένει
το πλήθος το προσπέρασε αλλού αυτό κοιτά
και συ σταυρό εσήκωσες με βάρος που βαραίνει
αργά χωρίς μιλιά

το έπαθλό σου στέφανο τη σάρκα σου ματώνει
είσαι ο πρώτος κέρδισες το βάθρο σου σταυρός
μα ο λαός χειροκροτεί το σύστημα πληρώνει
γι’ αυτόν είσαι εχθρός

μεγάλε είσ’ αθάνατος ο χάρος δεν σ’ αγγίζει
πεθαίνεις πάντα μια φορά μα ζεις άλλη ζωή
με θυμιατό μοσχόβολο την πίστη λιβανίζεις
αιώνια γραφή

η λόγχη που σε τρύπησε μετάνιωσε το ξέρεις
μια πληρωμή επάγγελμα Ρωμαίος αγενής
περίεργο το βλέμμα σου εσύ να υποφέρεις
θεός επί της γης

η ερμηνεία δύσκολη το βάθος δεν μετριέται
με στοχασμό το διάβασμα αν έχεις αντοχή
ο δρόμος είναι δύσκολος κι αν θέλεις συλλογιέσαι
το κέρδος αμοιβή

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ