Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

ΜΑΥΡΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ

 


Ένας καπνός μια χόβολη μια φλόγα σιγοκαίει

ένας καημός η σκέψη της ρυτίδα μαρτυρά

γιαγιά στο τζάκι μοναχή χωρίς μιλιά να καίει 

τα βάσανα κρυφά


ριχτό φακιόλι στα μαλλιά δυό ρόζοι η ψυχή της

γριά γυναίκα κράτησε τη φλόγα της ζεστή

κι ο κάματος εικόνα της κρατά την αντοχή της

δουλειά απ’ το πρωί


μαύρο τσουκάλι μάντεψε πιο είν’ το ριζικό της

κάμε το νόστιμο φαί να μοιάζει με χαρά

και σκόρπισε στον άνεμο εκείνο το σκοπό της

φλογέρα που φυσά


τα δακρυσμένα γηρατειά θολώνουν τη ματιά της

κλειστά τα μάτια της κρατά βουλιάζει η χαρά

σαν ρίχνει όλα τα προικιά απάνω στη φωτιά της

μια σκέψη τα παλιά


τα γηρατειά δεν παίζονται τα χρόνια μαρτυράνε

ώρες ατέλειωτες βουνό σκληρή η αντοχή

άσπρα μαλλιά στη κεφαλή τα βάσανα μετράνε

μια άλλη εποχή


φτωχή καρδιά ο λύχνος σου η κάμαρα φωτίζει

βελέντζα που εσκέπασε το γέρικο κορμί

ο πίνακας ασπρόμαυρος το τοίχο να στολίζει

χαλί από μαλλί 


βάβω εσύ που δεν μιλάς μπροστά σ’ένα τσουκάλι

ακούς συχνά χαράματα φωνές και ουρλιαχτά

λόγια που λες χωρίς μιλιά με ήχο το τσακάλι 

το είναι σου σκιά


δεν σε ρωτώ δεν μου μιλάς η σκέψη σου σοφία

τα γράμματα που έμαθες βιβλία του αγρού

όχι τα λόγια κράτα τα κρυφή η θεωρία

ρητό κάποιου χρησμού


στη μοναξιά σου έντυσες κορμί να μη κρυώνει

το χιόνι το αψήφησες γερό εσύ σκαρί

μία ζωή με σύνεση με τέχνη τη μπαλώνει

το άσπρο σου μαλλί  


κι αν το τσουκάλι μαύρισε με σύννεφο που βάφει

είναι το χρώμα του χωριού τα ξύλα του βουνού

παίρνει μπογιά του τσουκαλιού το βάσανο που γράφει

ρητό κάποιου σοφού


ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου