Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΕΝΑ ΤΣΟΥΚΑΛΙ


           

Σκέψεις μαχαίρια μες στο νου εικόνες ξεχασμένες
γκρεμίζουν κάστρα τη φορά σαν έρχονται στο φως
φωτιά εσύ η κάπνα σου δύο ελιές καμένες
αγιάτρευτος καημός

άβυσσος μαύρος η ψυχή μια μοναξιά ετούτη
δυό τοίχοι που ξεθώριασαν κρατάνε τις χαρές
τα γράμματα κιτρίνισαν  σ’ ερμητικό σεντούκι
γι’αυτά ποτέ μη λες

τσουκάλι μαύρο στη φωτιά η κάπνα του θαμπώνει
μαυρίζει σκέψη μα και νου φουντώνει ο καημός
μία ζωή στη μοναξιά χωρίς να σου τελειώνει
τι δύσκολος ο βιός

χωρίς μιλιά εσύ κρατάς παρέα με τη θράκα
παρηγοριά το παρελθόν εκεί και η γιορτή
πόσες φορές δεν άκουσες τη λέξη για σταμάτα
να πάρεις μια πνοή

χαλκωματένιο στη φωτιά τσουκάλι σιγοβράζει
μια σιωπή και η φωτιά πυρώνει τον καημό
λιθάρι χρωματίστηκε με χρώμα που τρομάζει
δεν θέλω να το δω

το κάρβουνο χρωμάτισε τσουκάλι μα και σκέψη
φακιόλι μαύρο στα μαλλιά τα κάνει σκυθρωπά
ο ουρανός συννέφιασε κοντά είναι να βράξει
μη σβήσει η φωτιά

εικόνες άλλης εποχής σε χρόνια ξεχασμένα
μνήμες μαχαίρια κοφτερά εξήγηση καμιά
και τώρα βλέπεις να περνούν μπροστά σου γερασμένα
τετράδια παλιά

τσουκάλι μαύρο μη ρωτάς θα κλάψεις αν ρωτήσεις
θ’ ακούσεις σάλπιγγα βουβή το χθες είναι πληγή
κι αν θα διαβάσεις τα γραπτά στα σίγουρα δακρύσεις
για περασμένη σου ζωή

σαν το τσουκάλι άκουσε καπάκι του χτυπάει
η φλόγα εδυνάμωσε η Βάβω το κοιτά
ένας καημός η σκέψης της ξανά πισωγυρνάει
ακόμα μια φορά

και τη φωτιά μη την κρατάς ακόμα αναμμένη
άστη να σβήσει μαλακά τσουκάλι μου μικρό
η θράκα σου στη μνήμη μου θα μένει φωτισμένη
ακίνητος κοιτώ

ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
 















































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου