Μάρκο το λένε το γατί ξάπλα τεμπέλης το κορμί
στα κεραμίδια κει ψηλά κάθε φορά κάτι ζητά
άγριο μάτι ανοιχτό ένα λουράκι στο λαιμό
ο Μάρκος να φωνάζει
είναι ο γόης γειτονιάς θέλει δυο χάδια αγκαλιάς
μάτια που μένουν ανοιχτά λίγος ο ύπνος πεταχτά
ξυπνά η νιότη για καλά φωνή μια μπάσα τι ζητά
ο Μάρκος να φωνάζει
Μάρκο τεμπέλη που κοιτάς σκέψεις πολλές μα δεν μιλάς
γατοκαυγάς στη γειτονιά αντίζηλος κερνά μπουνιά
μια γρατσουνιά όπου πονά σημάδι του γατοκαυγά
ο Μάρκος να φωνάζει
γάτε που πας μες στο χιονιά μέσα στο κρύο του βοριά
η φύση τώρα σε μεθά και περπατάς στα σκοτεινά
μία φωνή σαν να καλεί μια συντροφιά μες στην αυλή
ο Μάρκος να φωνάζει
χωρίς φαΐ μία φωνή μα που τη βρίσκει τη ζωή
όνειρο είδε περπατεί φωνή περίεργη θα βγει
ξυπνά τον κόσμο το πρωί το ίδιο πάντα το βιολί
ο Μάρκος να φωνάζει
κι όταν πεινάσει θα μου ‘ ρθει χωρίς μια λέξη να μου πει
λείπω τρεις μέρες και πεινώ έχω μια πείνα αφεντικό
κείνο το χάδι σου ζητώ θέλω ξαπλώσω στο ζεστό
δικό μου μαξιλάρι
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου