Γεννήτρα συ των ποιητών η τέφρα σου ποτίζει
σκέψη ταλέντο μα και νου βαρκούλα του γιαλού
μια έλξη που δεν γράφεται συνέχεια ραντίζει
δροσιά τον οίστρο του μυαλού
κι αν είσαι θάλασσα εσύ και το κορμί αρμύρα
πλένω καημούς στα κύματα βουτάω να πνιγώ
μα πριν βρεθώ στο βάθος σου κάνω εγώ μια γύρα
τον κόσμο χαιρετώ
γεια σας πουλιά ψαρόπουλα χιβάδες και καβούρια
πελάδες έρημες φτωχές ιβάρια αλυκές
βιάζομαι να λυτρωθώ γι’ αυτό και δείχνω φούρια
εζούσα μέχρι χθες
αν αγαπάς μη λυπηθείς οι αμαρτίες κύμα
θα ταξιδέψουν στο γιαλό στην άμμο ξεραθούν
θα πάρουν σχήμα και μορφή σημάδια από βήμα
εκεί θα ξεχαστούν
και ο πνιγμός ανώνυμος ο θαυμαστής σαν ξένος
περαστικός εδήλωσε κρυφά σαν εραστής
το αρμυρό της κάρφωσε στη σάρκα του το βέλος
γοργόνα συ που ζεις
τη λίμνη κάνω μνήμα μου το χώμα άσπρο αλάτι
και ο σταυρός καλαμωτή μαΐστρος θυμιατό
ο τάφος ένας γίγαντας ολόχρυσο παλάτι
κρυφό μου μυστικό
και το νερό που ζέστανε κηλίδα σαν να πλέει
με όνομα κι επίθετο με γράμματα θολά
με μια κορδέλα ξέθωρη αόρατη να λέει
γλυκιά μου έχε γεια
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου