Στέκω ανήσυχος κοιτώ σαν κάτι να προσμένω
πόρτα μισάνοιχτη μπροστά μια σκάφη στην αυλή
σπίτι χωριού εικόνες του μες στο μυαλό μου φέρνω
μια γνώριμη μορφή
γριά εσύ άσπρα μαλλιά το μαύρο σου μαντήλι
μια μοναξιά σε γέρασε τα ζώα συντροφιά
το πρόσωπο ξεράθηκε εζάρωσαν τα χείλη
το φόρεμα ποδιά
φτωχό το σπίτι στο χωριό μία καρδιά γελάει
χωρίς κακία άνθρωπος ο λόγος της τιμή
κάθε φορά μουσαφιριά ένα νερό κερνάει
δυό λόγια η καλή
το πλύσιμο μαρτύριο η σκάφη την κουράζει
ξεκούραση το όνειρο ζητά να ξεχαστεί
ωράριο σκληρό θα πει ανάσες αραδιάζει
αγάντα το κορμί
σπίτι χωριού μια ομορφιά ωραία τα καλά σου
μέσα στη φύση κτίστηκες ο μάστορας εσύ
στιγμές χαράς που βίωσε η γελαστή κυρά σου
βαθιά αναπνοή
η ομορφιά βασίλεμα ημέρα πανηγύρι
κρύο νερό η στάμνα της το κέρασμα γλυκό
χαμόγελο που πίνεται στο πήλινο ποτήρι
μια λέξη σαγαπώ
κι αν έχει τώρα σιωπή πλασμένη ευτυχία
το μυστικό το φύλαξε το έχει στην ψυχή
εδώ μιλά ο πίνακας ζωγράφου η ουσία
κάτι θέλει να πει
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου