Τα πλήκτρα με μπερδέψανε ζαλίστηκα δεν ξέρω
λεπτά να πάρω θέλησα χτυπώ τους αριθμούς
μια κάρτα που εξέχασα μαζί μου να τη φέρω
ζητώ λογαριασμούς
ανάληψη κατάθεση εκφράσεις που μπερδεύουν
λογιστικά περίεργα σε φόντο φωτεινό
και νούμερα των κωδικών μπροστά μου να χορεύουν
και γω να τα κοιτώ
ουρά ξωπίσω κρέμασε λογής – λογής ανθρώπων
χοντροί λιγνοί ψαρόμυαλοι περίεργοι κοντοί
περαστικοί της μιας στιγμής μα και ανθρώπων ντόπιων
κουσκούσι στη γραμμή
πολύ αργείς συντόμευε τα χρόνια σου φευγάτα
χτυπάς τα νούμερα εσύ μιλάς στη διπλανή
το φέρσιμο το έξυπνο θυμίζει μια γάτα
κυρά μου πονηρή
μη μου μιλάτε σκέφτομαι το νούμερο κρυμμένο
μες στο μυαλό μου το ‘γραψα σιγά να θυμηθώ
το άτιμο μου έφυγε το είχα και γραμμένο
σιγά πληκτρολογώ
πάρε την κάρτα γρήγορα στη κράτησε κυρά μου
μα χρήμα δεν μου έβγαλε τη σύνταξη ζητώ
το κωδικό τον χτύπησα αέρας τα μυαλά μου
εφτά οχτώ οχτώ
τι πράγματα είναι αυτά εγώ ζητώ ταμείο
θέλω το φίλο που γελά που ξέρει να μου πει
την αύξηση που μου ‘δωσαν να τρέξω στο κουρείο
να κάνω μιζανπλί
καλά που ζεις τώρα εσύ σε ποιο καιρό μου είσαι
η αύξηση εκόντυνε γλυκιά μου εποχή
τα πράγματα αλλάξανε πριν φύγεις μόνο κλείσε
ο κλέφτης να μη μπει
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου