Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

ΤΟ ΚΑΠΗΛΕΙΟ



                                

              Τρία σκαλιά υπόγειο κι η σάλα του γεμάτη
              από βαρέλια  ξύλινα  που μύριζαν κρασί
              πελάτες άφωνοι  βουβοί γκαρσόνα η χιονάτη
              ένα καρτούτσο  το ποτό  σαρδέλα στο χαρτί

              Στους τοίχους κάδρα κρεμαστά λίγο ξεθωριασμένα
              με ζωγραφιές ανήθικες  μιας άλλης εποχής
              και με τραγούδια στο πικ- απ που είναι ξεχασμένα
               στα σίγουρα στο καπηλειό εσύ θε να τη βρεις

              Μια πνικτική ατμόσφαιρα μυρίζει εκεί μέσα
              μούχλα  σκοτάδι  άφεγγο σανίδες βρωμερές
              εργάτες όλοι της δουλειάς το φέρσιμό τους μπέσα
              σένα ποτήρι το ποτό ρουφιές πολλές φορές

              Κι ένα ρολόι κρεμαστό  με τσάμι ραγισμένο
              να σε τρομάζει  που χτυπά τις ώρες δυνατά
              και να ξυπνά τον έρωτα αυτόν τον ξεχασμένο
              και συ ζητάς  στον κάπελα ακόμα δυο ποτά

              Κι ένας σκυφτός που δεν μιλεί με βλέμμα θολωμένο
              στο νου του κάτι τριγυρνά γι’ αυτό αναπολεί
              ο έρωτας τον πρόδωσε τον άφησε θλιμμένο
              του βάρυνε του μάτωσε το δόλιο του κορμί

               Θα σηκωθεί τρεκλίζοντας ρουφώντας το τσιγάρο
               για να χορέψει αν σταθεί κρυφή παραγγελιά
               με δυο στρεφές θε να τη βρει φυσώντας σαν φουγάρο
               γυρίζοντας στην θέση του  πάλι θα ξαναπιεί

         
                        ΜΙΜΗΣ . ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου