Νερόσπιτα χτενίζονται σε θάλασσα καθρέφτη
ξηρά νερό μπερδεύτηκε κι αυτή μια αγκαλιά
εικόνα τούτη διαλεχτή κειμήλιο για κλέφτη
δυο βάρκες στα ρηχά
μια σιωπή που σέβεται το θέμα δεν μιλάει
κι ο θεατής αμίλητος κρατά αναπνοή
μετρά σπιτάκια στη σειρά κι ο νους του κάπου πάει
ηρώων η κραυγή
πόλη εσύ μου κάρφωσες το χρόνο στο ωραίο
δεν άλλαξες κρατήθηκες σαν ύπαρξη μορφής
στο σήμερα μου σήκωσες καλαμωτής στηθαίο
να μη μου μπολιαστείς
νερό αρμύρας πότισμα οι δρόμοι σου κανάλια
ένα προζύμι ο πηλός μ’ αλάτι στο μυστρί
κι μπουκαδούρα του νοτιά σε σφίγγει σαν τανάλια
και συ μια καλλονή
πόλη παλιά χρυσάφι μου το θέμα για ζωγράφους
το χρώμα βάφει στεναγμούς κερνά μια ταραχή
κι αν πάει πίσω νοερά σε κάποιους άλλους τάφους
ακούει μια κραυγή
πόλη εσύ που λούζεσαι που προχωράς μονάχη
ξαπλώνεις το κορμάκι σου σε αρμυρό νερό
λικνίζεσαι κάθε φορά θυμίζοντας το στάχυ
σε νοερό χορό
παλιά μου πόλη κάδρο μου σε τοίχο κρεμασμένη
τι να σκεφθώ και τι να πω πονώ μα δεν μιλώ
σαν φυλαχτό σε κράτησα μες στη ψυχή κρυμμένη
αφού σε αγαπώ
ΜΙΜΗΣ Χ. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου